Οι ναυτικές πόλεις της Ιταλίας: Αμάλφη, Πίζα, Γένουα, Βενετία


Οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας. Πηγή: explorethemed.com

 [Ομιλία σε εκδήλωση του Κέντρου Μελετών Ιονίου, Αργοστόλι, Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη, 26-8-2005)
Μπορούν άραγε να χωρέσουν χίλια περίπου χρόνια Ιστορίας σε μερικά λεπτά; Ίσως και να μπορούν, αν κανείς απλώς επιχειρήσει να περιδιαβεί αυτά τα χρόνια, δανειζόμενος από την Ιστορία μερικές πινελιές-αντιπροσωπευτικά γεγονότα, και να προσπαθήσει να καταλάβει έναν κόσμο τόσο κοντινό γεωγραφικά σε σχέση με τον δικό μας, και τόσο μακρινό σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Έναν κόσμο γεμάτο πολέμους, επιδημίες, πειρατικές επιδρομές, οικονομικούς ανταγωνισμούς – ίσως τελικά αυτός ο κόσμος να μην είναι και τόσο μακρινός.
Η Ιταλία – μια χερσόνησος ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, κάποτε το κέντρο του κόσμου, όταν η Ρώμη ήταν η μεγάλη πρωτεύουσα της Οικουμένης, χίλια χρόνια περίπου μετά το Χριστό και πεντακόσια σχεδόν μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους είναι μια βασίλισσα αποκοιμισμένη…Για να καταλάβουμε την Ιστορία των τεσσάρων ναυτικών πόλεων της Ιταλίας από εκείνη την περίοδο και μέχρι τα πρώιμα νεώτερα χρόνια, είναι αναγκαίο να δούμε, εντελώς επιγραμματικά, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις ιστορικές της τύχες τα πρώτα τρία τέταρτα της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ.:

Οι παράγοντες διαμόρφωσης της ιστορικής διαδρομής των ιταλικών πόλεων

  • Ο πολιτειακός κατακερματισμός. Στην ιταλική χερσόνησο το πολιτειακό σκηνικό διαμορφώνεται σταθερά σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε με την άνοδο και την πτώση δεκάδων μικρών κρατών, για την ακρίβεια δεκάδων ηγεμονιών με επίκεντρο ισχυρές πόλεις της Ιταλίας – ένα πολυδαίδαλο μωσαϊκό που με το πέρασμα του χρόνου αλλάζει συσχετισμούς. Τα κράτη αυτά άλλοτε συμμαχούν και άλλοτε πολεμούν μεταξύ τους, άλλοτε το ένα καταπίνει το άλλο, άλλοτε έχουν ολιγαρχικό και άλλοτε δημοκρατικότερο πολίτευμα, άλλοτε έχουν κοσμική και άλλοτε θρησκευτική εξουσία . Η Φλωρεντία, το Μιλάνο, η Νάπολη, η Βενετία, η Πίζα αποτελούν χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα.
  • Οι ξένοι. Το ενδιαφέρον των ξένων δυνάμεων για την ιταλική χερσόνησο – που ξεκινά από την αναζήτηση της αίγλης που προσφέρει μια στέψη στη Ρώμη και ουσιαστικά στοχεύει στην απόκτηση του ελέγχου πάνω στους δρόμους του εμπορίου, καθιστά τις ξένες δυνάμεις άμεσους ή έμμεσους πρωταγωνιστές στο ιταλικό σκηνικό: Οι Γερμανοί (ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή ως Αυστρία πολύ αργότερα), οι Γάλλοι (συχνοί κυρίαρχοι και ασκούντες ισχυρή επιρροή τόσο στον ιταλικό βορρά όσο και στο νότο), οι Ισπανοί, αλλά και οι Άραβες και οι Νορμανδοί στο Νότο της Ιταλίας και τη Σικελία διεκδικούν το δικό τους μερίδιο είτε άμεσης κυριαρχίας επί ιταλικών εδαφών (π.χ. Βασίλειο των Δυο Σικελιών), είτε ουσιαστικής επικυριαρχίας (προστασίας) πάνω στα μικρά ιταλικά κρατίδια, συχνά καλεσμένοι από τους ίδιους τους ιταλούς ως αρωγοί ή διαιτητές στις ενδοϊταλικές συγκρούσεις. Στο παζλ των ξένων μνηστήρων της Ιταλίας θα πρέπει να προσθέσουμε ασφαλώς και τους πειρατές που αναζητούν την τύχη τους μέσω της λεηλασίας του ιταλικού (και όχι μόνον) πλούτου.
  • Η Ανατολή, Ελληνίς και αργότερα Οθωμανική. Το Βυζάντιο είναι, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια είναι αποφασιστικός παράγοντας διαμόρφωσης της ιστορικής πορείας των ιταλικών πόλεων, είτε ως ξένος επικυρίαρχος, είτε ως χώρος οικονομικής διείσδυσης. Το Βυζάντιο πέφτει, μια άλλη δύναμη ανεβαίνει – η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα επηρεάσει τους ιταλούς με έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο.
  • Ο παπισμός και ο γενικότερος ρόλος της θρησκείας. Η κοσμική εξουσία που από πολύ νωρίς επιχειρούν να αποκτήσουν οι πάπες, με την ίδρυση των παπικών κρατών ή και την ισχυρή επιρροή τους σε πολλά ιταλικά κράτη καθιστά την εκκλησία είτε άμεσο παράγοντα της πολιτειακής πραγματικότητας είτε, ως προπύργιο της χριστιανοσύνης, όχημα νομιμοποίησης για το άνοιγμα νέων εμπορικών δρόμων μέσω των σταυροφοριών.
  • Η Αναγέννηση. Κομβικό σημείο στην Ιστορία της ανθρωπότητας η Αναγέννηση – στην Ιταλία θα γεννηθεί ένας καινούριος πνευματικός κόσμος. Και η Ιταλία θα γίνει το κέντρο του, φωτίζοντας σιγά σιγά όλη την Ευρώπη.
  • Ο διπολισμός φεουδαρχίας και εμπορίου. Δυο διαφορετικοί κόσμοι, μια διελκυστίνδα που θα επηρεάζει διαρκώς το συσχετισμό δυνάμεων και θα διαμορφώνει συμμαχίες και πολιτεύματα. Η πρώτη, θα προσπορίσει πλούτο και δύναμη σε πολλές πόλεις. Το δεύτερο όμως, το εμπόριο, είναι εκείνο που θα αναδείξει τις ιταλικές πόλεις σε κορυφαίες οικονομικές δυνάμεις του τότε γνωστού κόσμου.
Αυτή η τελευταία παράμετρος, το εμπόριο, και η οικονομία της αβεβαιότητας και του ρίσκου, η πρόκληση του να ανοίγεσαι στα πέρατα της οικουμένης διεκδικώντας τα πάντα και συχνά αποκομίζοντας ένα μεγάλο τίποτα, είναι που ανέδειξε τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Ιταλίας, που δεν αναλώθηκαν (ή τουλάχιστον δεν αφιερώθηκαν αποκλειστικά) στον αγώνα για τον έλεγχο των γαιών και των προσόδων της Ιταλικής χερσονήσου, αλλά άνοιξαν (κυριολεκτικά) πανιά προς τους εμπορικούς προορισμούς του τότε γνωστού κόσμου. Θα αναφερθούμε όσο πιο επιγραμματικά γίνεται στις τέσσερις πόλεις, με τη χρονολογική σειρά που εκείνες πρωταγωνίστησαν στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου στην χιλιετία που μας πέρασε:
Στην Αμάλφη, την Πίζα, τη Γένουα και τη Βενετία. Τέσσερα λιμάνια, ένα (Αμάλφη) στην Τυρρηνική Θάλασσα, δύο βορειότερα, στη θάλασσα της Λιγυρίας (Πίζα, Γένουα), και ένα (Βενετία) στην Αδριατική Θάλασσα.

Αμάλφη


Η Αμάλφη ήταν χρονολογικά η πρώτη από τις τέσσερις ναυτικές πόλεις που άκμασαν στη Μεσόγειο. Όντας μια από τις πρώτες βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλική χερσόνησο, με στρατηγική σημασία, καθώς «κοιτούσε» προς τη Δυτική Μεσόγειο, η Αμάλφη γιγαντώθηκε ως εμπορική δύναμη λόγω των στενών της σχέσεων με το Βυζάντιο. Ήδη στην εποχή του Ιουστινιανού ήταν μια ακμάζουσα κτήση του Βυζαντίου, ενώ οι στενές της σχέσεις με αυτό κράτησαν ως το γύρισμα της χιλιετίας – ακόμη και όταν η μεγάλη Αυτοκρατορία της Ανατολής είχε αρχίσει να παρακμάζει.
Αυτή τη σχέση με το Βυζάντιο οι Αμαλφιτανοί την εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο, καθώς
(α) αφ’ ενός, τους είχε εξασφαλίσει μεγάλα προνόμια στα λιμάνια της Ανατολής (είναι χαρακτηριστικό ότι οι έμποροι από την Αμάλφη είχαν ιδρύσει δυναμική παροικία στην Κωνσταντινούπολη, την κοσμόπολη εκείνης της εποχής, ενώ Αμαλφιτανοί είχαν ιδρύσει και μοναστήρι στο Άγιον Όρος. Το Βυζάντιο ήταν άλλωστε και η δίοδος για τις αγορές της Ανατολής, και όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς οι Αμαλφιτανοί πρωταγωνίστησαν για το λόγο αυτό και στις σταυροφορίες.
(β) Αφ’ ετέρου, η καλή τους σχέση με το Βυζάντιο τους είχε εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα στην εμπορία των περίφημων βυζαντινών μεταξωτών.
Παράλληλα, σ’ έναν κόσμο όπου οι έννοιες του «Κράτους» και των «ζωνών επιρροής» είναι πολύ σχετικές, το Βυζάντιο (και η ένταξη της Αμάλφης στις ζώνες επιρροής του) ήταν για ένα ικανό χρονικό διάστημα και μια εγγύηση για την ανεξαρτησία της από τις γειτονικές πόλεις, αλλά και από τους Λομβαρδούς, οι οποίοι την πολιορκούσαν και την λεηλατούσαν εποφθαλμιώντας την οικονομική της δύναμη. Αυτές οι επιδρομές άλλωστε, σε συνδυασμό με εκείνες των Σαρακηνών, είχαν οδηγήσει στη σύναψη συμφωνίας με το Βυζαντινό Κράτος για ελεύθερη διακίνηση των Αμαλφιτανών εμπόρων στην (βυζαντινή λίμνη, τότε) Ανατολική Μεσόγειο.
Η άνθηση, βέβαια, της Αμάλφης δεν οφειλόταν μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες, που ούτως ή άλλως από μόνοι τους δεν αρκούν: Η δημοκρατική της οργάνωση (σε αντίθεση με τις φεουδαρχικές ηγεμονίες που ήταν πιο αυταρχικές, οι εμπορικές και ναυτικές πόλεις είχαν, τηρουμένων των αναλογιών, πιο φιλελεύθερα καθεστώτα), αλλά και η ανάγκη θέσπισης ενός θεσμικού πλαισίου ρύθμισης των εμπορικών συναλλαγών οδήγησε τον 10ο αιώνα στη σύνταξη των περίφημων Αμαλφιτανών πινάκων, σαφώς επηρεασμένων από το βυζαντινο-ρωμαϊκό δίκαιο.
Η παρακμή μιας πόλης, όπως και η ακμή της έχουν πάντα πολλά αίτια. Έτσι, ως αρχή του τέλους της Αμάλφης τοποθετείται η κατάκτησή της από τον γνωστό μας Ροβέρτο Γυισκάρδο, το 1072. Λίγα χρόνια αργότερα, θα λήξει και ο δεσμός με το Βυζάντιο, καθώς ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός θα αφαιρέσει από την πόλη τα προνόμιά της. Η νέα κατάσταση ήταν μοιραίο να οδηγήσει την εμπορική δραστηριότητα των Αμαλφιτανών σε πτώση- μια πτώση που επιτείνεται από έναν τρίτο παράγοντα, αυτό των «ενδοϊταλικών» συγκρούσεων. Οι άλλες ναυτικές δυνάμεις ανεβαίνουν και αποκτούν εκείνες τα πάλαι ποτε προνόμια της Αμάλφης, αλλά αυτό που θα της δώσει το τελικό χτύπημα, το 1185, είναι η δεύτερη μεγάλη ναυτική δύναμη της Ιταλίας, η Πίζα.

Πίζα


Όταν οι Πιζάνοι κατέλαβαν και λεηλάτησαν την Αμάλφη, λέγεται ότι ανακάλυψαν εκεί ένα χειρόγραφο του Ιουστινιάνειου Κώδικα – ωστόσο η σχέση της Πίζας με τον ελληνικό κόσμο φαίνεται ότι ήταν πολύ παλιότερη από εκείνη των Αμαλφιτανών, καθώς λέγεται ότι η Πίζα ήταν αποικία της αρχαίας Πίσης της Ηλείας.
Η Πίζα, αντίθετα με την Αμάλφη, που ήταν κτήση των Βυζαντινών, πέρασε από τα χέρια του Καρλομάγνου – και όπως η πορεία της Αμάλφης σημαδεύτηκε από τη σχέση της με το Βυζάντιο, έτσι και η πορεία της Πίζας χαρακτηρίστηκε από την πολύχρονη πρόσδεσή της στο άρμα των Γερμανών, που αργότερα της εξασφάλισε αυτονομία και δικαίωμα εκλογής των διοικητών της. Η Πίζα υπήρξε κι εκείνη λοιπόν, μια δημοκρατία της εποχής.
Βέβαια, η Πίζα είχε και άλλα πλεονεκτήματα. Χτισμένη στις όχθες του ποταμού Άρνου είχε στις αγκάλες της την πλούσια και εύφορη περιοχή της Τοσκάνης, μια ιδανική πηγή για εμπορεύματα πάσης φύσεως. Εκτός από την Τοσκάνη όμως, η Πίζα είχε και να επιδείξει μια σαφώς επιθετικότερη πολιτική σε σχέση με την Αμάλφη: Έδιωξε τους Σαρακηνούς από την Σαρδηνία (1015-1016), και νίκησε τους Άραβες στη Σικελία (1063), αποκτώντας επιρροή στις περιοχές. Επιπλέον, η Πίζα στράφηκε προς αμφότερες τις πλευρές της Μεσογείου (οι κατακτήσεις της έφτασαν μέχρι τις Βαλεαρίδες Νήσους), κυριαρχώντας σε ολόκληρη τη Δυτική Μεσόγειο. Ωστόσο, συμμετείχε και στις σταυροφορίες, ιδρύοντας εμπορικούς σταθμούς στη Συρία, ενώ, παρά το γεγονός ότι συμμετείχε σε εκστρατεία εναντίον των Βυζαντινών, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια στους Πιζάνους, όπως άλλωστε και φοροαπαλλαγές – ακόμη και τμήμα του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης. Μετά και την κατάκτηση της Αμάλφης η Πίζα θα μεσουρανήσει στους δρόμους του εμπορίου για έναν περίπου αιώνα, με τις ευλογίες πάντοτε των Γερμανών.
Η παρακμή δεν θα αργήσει να έρθει και για την Πίζα – πρώτα πρώτα το ίδιο της το λιμάνι θα γίνει λιγότερο προσπελάσιμο λόγω των προσχώσεων του Άρνου. Έπειτα, θα χαθούν οι κτήσεις της στη Μικρά Ασία, αλλά και η υποστήριξη των Γερμανών. Και τέλος, στον πίνακα των αιτίων της παρακμής, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ανταγωνισμό που προέκυψε από την άνοδο των άλλων δυο μεγάλων ναυτικών δυνάμεων: Της Γένουας και της Βενετίας. Η (ανέκαθεν επιθετική) Πίζα θα χάσει την αποφασιστική μάχη όταν ο στόλος της θα καταστραφεί σε ναυμαχία με τους Γενουάτες 1284)– οι εσωτερικές έριδες στην πόλη θα είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ηγεμονίας της Πίζας, που εφεξής θα απασχολεί περισσότερο την Ιστορία της Τέχνης παρά την πολιτική και οικονομική Ιστορία.

Γένουα

 
Η Γένουα είναι η τρίτη μεγάλη ναυτική δύναμη της Ιταλίας, που θα πρωταγωνιστήσει μετά την πτώση της Πίζας. Ευρισκόμενη λίγο βορειότερα από την τελευταία, στην περιοχή της Λιγυρίας, η Γένουα υπήρξε εμπορικό κέντρο ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια, όντας σημείο επαφής των Ρωμαίων με τους Έλληνες, τους Φοίνικες και τους παλαιούς κατοίκους της χερσονήσου, τους Ετρούσκους. Και η Γένουα γνώρισε διαδοχικά πολλούς κυρίαρχους (Γότθους, Λομβαρδούς, Έλληνες, σαρακηνούς πειρατές) και συνακόλουθα πολλές λεηλασίες και καταστροφές. Η φυσική της θέση (θα μπορούσαν, μαζί με τη Βενετία σαν αντικαθρεφτιζόμενες εικόνες στο χάρτη να θεωρηθούν η δυτική και η ανατολική πύλη της Ιταλικής χερσονήσου αντίστοιχα) αλλά και η έλλειψη ενδοχώρας ικανής να προσπορίσει αυτάρκεια και οικονομική ευημερία οδήγησαν τους Γενουάτες να ακολουθήσουν τη μοναδική ίσως διέξοδο: τους θαλασσινούς δρόμους του εμπορίου.
Η πόλη γίνεται ανεξάρτητη το 1099. Σε αντίθεση με την κοντινή της περιοχή του Μιλάνου και άλλων ιταλικών πόλεων που διοικούνταν ουσιαστικά από τις ηγεμονεύουσες οικογένειες, η Γένουα είχε ένα ιδιαίτερο πολιτειακό καθεστώς, που αρχικά χαρακτηριζόταν από μια δημοκρατικίζουσα ιδιότυπη σύμπραξη υπάτων και Γερουσίας, ενώ στη συνέχεια από την κυριαρχία μιας αιρετής ολιγαρχίας. Ακόμη βέβαια τότε η Γένουα ήταν μια μικρή πόλη που προσπαθούσε να συνέλθει από τις αλλεπάλληλες λεηλασίες.
Σ’ αυτές τις λεηλασίες, όπως και η Πίζα, η Γένουα απάντησε επιθετικά (συχνά με μορφή αντιποίνων) και κατέλαβε την Κορσική, τη Σαρδηνία, αραβικές κτήσεις στην Ισπανία, αλλά και περιοχές στη Βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή, με όχημα ασφαλώς τις σταυροφορίες. Η Γένουα άπλωσε τη δράση τις προς όλες τις κατευθύνσεις, αξιοποιώντας όλες τις δυνατές συμμαχίες: Στη Δύση, στέκοντας στο πλευρό της Αγίας Έδρας και αντιτασσόμενη ακόμη και στην ισχυρή Ισπανία, κατάφερε να εξαναγκάσει ακόμα και τους σαρακηνούς να ανοίξουν γι’ αυτήν τα λιμάνια τους. Στην Ανατολή, οι Γενουάτες βοήθησαν τους Παλαιολόγους το 1261 να αποτινάξουν τη λατινική κυριαρχία στο Βυζάντιο (πράγμα οξύμωρο για μια δύναμη που είχε συμμετάσχει ενεργά στις σταυροφορίες, που τις είχαν προσπορίσει τον έλεγχο στην Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σμύρνη και την Αμμόχωστο της Κύπρου), και ως εκ τούτου αποκτούν σπουδαιότατα εμπορικά προνόμια, ενώ ιδρύουν στην Κωνσταντινούπολη την μετέπειτα ακμάζουσα συνοικία του Πέραν. Η Γένουα θα ιδρύσει αποικίες στη Μαύρη Θάλασσα, την Κριμαία, θα φθάσει ως την Αρμενία, θα ιδρύσει εμπορικούς σταθμούς στα λιμάνια της Μέσης Ανατολής, θα προσεγγίσει τις αγορές της Ασίας, θα διαβεί τους δρόμους της Ερυθράς Θάλασσας, θα προσεγγίσει τα αφρικανικά παράλια, θα φθάσει ως την Ινδία, αλλά και το άλλο άκρο του τότε γνωστού κόσμου, την Αγγλία.
Στο τέλος του 12ου αιώνα, οι γενοβέζικοι στόλοι, μαζί μ’ εκείνους από την Πίζα και τη Βενετία, διέπλεαν ολόκληρη την υφήλιο – αυτή που τότε νόμιζαν ως ολόκληρη υφήλιο, ενισχύοντας την κυριαρχία τους στις θάλασσες με την εισαγωγή επαναστατικών καινοτομιών στη ναυσιπλοΐα, τη ναυπηγική, αλλά και πέρα από την τεχνογνωσία, στην οργάνωση ενός χρηματοπιστωτικού ναυτιλιακού συστήματος που επέτρεπε ευρεία συμμετοχή των απλών πολιτών σε υπερπόντιες δραστηριότητες.
Οι πολίτες της Γένουας είχαν, άλλωστε, πάντα κάποιο λόγο στα κοινά. Η πολιτειακή οργάνωση άλλωστε διέθετε θεσμούς και μηχανισμούς που ήταν σε θέση να εκτονώνουν τις ενδοκοινοτικές αντιθέσεις, άλλοτε με την συμμετοχή του “capitano del popolo” (ηγέτη του λαού) στη λήψη αποφάσεων και άλλοτε με την μετάκληση ξένης βοήθειας για την αντιμετώπιση εσωτερικών προβλημάτων, άλλοτε από πιο κοντά (Μιλάνο) και άλλοτε από πιο μακριά (Γαλλία), η οποία βέβαια πάντοτε έσπευδε προθυμότατα, προσδοκώντας μερίδιο στη μοιρασιά των εμπορικών δρόμων. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μετά την πτώση της Πίζας, η Γένουα είναι μια ισχυρότατη ναυτική δύναμη – και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις ολόκληρης της Ευρώπης.
Η Ιστορία μιας ναυτικής οικονομικής δύναμης είναι μοιραία συνυφασμένη με την ιστορία των πολέμων της. Όλες οι ανταγωνιστικές ναυτικές δυνάμεις βρέθηκαν αντίπαλες της Γένουας. Η μεγαλύτερη αντίπαλος ήταν ασφαλώς η Βενετία- Μόνο που η Βενετία υπερείχε ως προς την πολιτειακή οργάνωση και τον τρόπο διοίκησης των κτήσεών της. Οι πόλεμοι εξουθένωσαν και τις δυο μεγάλες ναυτικές δημοκρατίες. Η Γένουα όμως φαίνεται να χάνει οριστικά το παιχνίδι στην Ανατολή μετά την άλωση της Πόλης το 1453. Τότε είναι που αρχίζει να στρέφεται περισσότερο στη Δύση, για την ακρίβεια, ακόμη παραπέρα από την τότε γνωστή Δύση:
Το 1492, ένας Γενουάτης ονόματι Χριστόφορος Κολόμβος θα ανακαλύψει την Αμερική. Η συνεργασία των γενουατών με την Ισπανία θα τους οδηγήσει στην απόκτηση προνομιακής θέσης στο εμπόριο της νέας ηπείρου. Οι τραπεζίτες της Γένουας θησαυρίζουν με το ασήμι του Περού, και ουσιαστικά διοικούν τη ναυτική δημοκρατία.
Η Γένουα παρήκμασε όταν οι κινήσεις της στην ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική σκακιέρα μετά τον 16ο αιώνα έπαψαν να είναι τόσο αποτελεσματικές και την οδήγησαν, παράλληλα με την άνοδο νέων δυνάμεων απ’ όλη την Ευρώπη, στο περιθώριο της νέας παγκόσμιας αγοράς. Το 1684 η πόλη θα βομβαρδιστεί και θα καταστραφεί από τους Γάλλους, διεκδικητές της επί πολλούς αιώνες, ενώ αργότερα θα περάσει στα χέρια των Αυστριακών. Το 1796, ο Μέγας Ναπολέων θα καταλάβει την Γένουα, ένα χρόνο πριν καταλύσει οριστικά την άλλη μεγάλη ναυτική δημοκρατία, την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.

Βενετία


Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια νησιωτική περιοχή στο βόρειο άκρο της Αδριατικής Θάλασσας γεμάτη με φτωχά ψαροχώρια. Η εισβολή των Λομβαρδών στην Ιταλία των 6ο αιώνα ανάγκασε κατοίκους των γειτονικών περιοχών της Ακουιλίας, της Πάδουας και του Αλτίνο να αναζητήσουν εκεί καταφύγιο. Μια προσφυγούπολη που γεννήθηκε από το μηδέν η Βενετία, υπό την εξουσία του βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβέννας. Η Βενετία δεν είχε την ιστορία της Γένουας – είχε όμως την υποστήριξη του Βυζαντίου που την βοήθησε να αντέξει τις πιέσεις των Λομβαρδών. Αρχές του 8ου αιώνα η πόλη αρχίζει να αυτονομείται – ο αιρετός δόγης αντικαθιστά τον τοποτηρητή του Βυζαντίου – και η αρχή για την δημιουργία ενός εντυπωσιακά οργανωμένου κράτους γίνεται κάπου εδώ.
Ίσως όλα να οφείλονται στο γεγονός ότι οι Βενετοί χρειάστηκε να δημιουργήσουν ουσιαστικά τη γη που κατοίκησαν , κάνοντας εγγειοβελτιωτικά έργα, χτίζοντας τα σπίτια τους μέσα στο νερό πάνω σε πασσάλους, χρησιμοποιώντας τα μεγάλα κανάλια ανάμεσα στα νησιά για δρόμους. Στο συνταγματικό δίκαιο μαθαίνουμε ότι ένα από τα βασικά συστατικά ενός κράτους είναι το έδαφος. Η Βενετία ακόμη κι αυτό έπρεπε να το ανακαλύψει. Κι όταν οι δρόμοι που περνούν μπροστά από το σπίτι σου είναι θαλασσινοί, δεν έχεις άλλη επιλογή από να τους ακολουθήσεις… Για τη Βενετία ο μόνος δρόμος ήταν το εμπόριο. Με την στήριξη και κάλυψη τόσο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όσο και του Φραγκικού Κράτους, η Βενετία κατόρθωσε όχι μόνο να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να πρωταγωνιστήσει στο θαλάσσιο εμπόριο ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου. Οι επεκτατικές κινήσεις της Βενετίας είναι προσεκτικές και μελετημένες. Οι κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της σταδιακής διείσδυσής της στο βυζαντινό κράτος, διείσδυσης που επιτυγχάνεται αρχικά μέσω συμμαχίας με το Βυζάντιο: Το γεγονός ότι οι Βενετοί πολέμησαν στο πλάι του βυζαντινού αυτοκράτορα στη διάρκεια του 9ου αιώνα, τους εξασφαλίζει πληθώρα προνομίων στους επόμενους αιώνες (εξαιρέσεις από δασμούς, εμπορικές αποβάθρες στην Κωνσταντινούπολη, ελεύθερη διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων σε πολλές περιοχές).
Ή παροχή όλων αυτών των προνομίων από το Βυζάντιο είχε δώσει στη Βενετία ήδη ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας. Όταν κι αυτές απέκτησαν αντίστοιχα προνόμια στη βυζαντινή επικράτεια, οι βενετοί, χωρίς να διαταράξουν ουσιαστικά τη σχέση με το Βυζάντιο, επεκτάθηκαν στη Μέση Ανατολή (12ος αιώνας), με αφορμή, ασφαλώς, τις σταυροφορίες. Παράλληλα, η βενετική παροικία στην Κωνσταντινούπολη αυξάνεται, μαζί με τα προνόμια που της παρέχει το βυζαντινό κράτος. Η Βενετία είναι η κυρίαρχη εμπορική δύναμη στο κέντρο του κόσμου, την Κωνσταντινούπολη – ενώ έχει εδραιωθεί σε ολόκληρο τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή. Η μεγάλη σύμμαχος του Βυζαντίου θα είναι και η μεγάλη κερδισμένη από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204. Τότε είναι που ο δόγης της Βενετίας γίνεται κυρίαρχος στο «ένα τέταρτο και μισό της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Αυτό το «ένα τέταρτο και μισό» είναι ακριβώς τα εδάφη εκείνα που επιθυμούν οι Βενετοί για να διευκολύνουν τις εμπορικές τους συναλλαγές. Απόλυτη κυριαρχία στην Αδριατική και το Ιόνιο, στις ακτές της Πελοποννήσου (με προπύργια τη Μεθώνη και την Κορώνη), σε κομβικά σημεία της Εύβοιας, τις Κυκλάδες και τα λιμάνια της Θράκης. Οι θαλασσινοί δρόμοι της πολιτείας των νερών έχουν απλωθεί σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και φθάνουν ως την Κίνα. Η Βενετία εκμεταλλεύεται τα προϊόντα των περιοχών της επιρροής της, και αυξάνει ακόμη περισσότερο τη δύναμή της, ενώ το Βυζαντινό κράτος σιγά σιγά, παρά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, καταρρέει. Με την πτώση της Πόλης από τους Τούρκους, το 1453, η Βενετία βλέπει έναν καινούριο εχθρό, μια άγνωστη απειλή για το ευρύτατα οργανωμένο εμπορικό της δίκτυο. Μέχρι το 1718 θα γίνουν επτά βενετοτουρκικοί πόλεμοι, που σιγά σιγά θα αποστερήσουν τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία από όλες τις κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και θα την οδηγήσουν μοιραία στην παρακμή. Τελευταία της προπύργια, τα Ιόνια Νησιά, που θα παραμείνουν στην κυριαρχία της μέχρι το 1797. Τότε θα καταλυθεί οριστικά η Βενετία από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα, και η πάλαι ποτέ κραταιά εμπορική δύναμη, το σύνορο Ανατολής και Δύσης, όπως ορίστηκε από τον Καρλομάγνο, θα περάσει στα χέρια των Αυστριακών.
Η εξάπλωση της Βενετίας και η ανάδειξή της σε κορυφαία ναυτική και εμπορική δύναμη για περίπου μια χιλιετία, και η επιβίωση και μακροημέρευσή της σε σχέση με τις άλλες ναυτικές δημοκρατίες δεν επήλθε τυχαία. Αν αναζητήσουμε επιγραμματικά τα αίτια αυτής της μεγάλης ακμής θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε τα εξής:
(α) Η πολιτειακή οργάνωση της Δημοκρατίας, μέσα από ισχυρούς θεσμούς και σώματα που στην διάρκεια της ιστορικής της πορείας, ασκούσαν την εξουσία στις διάφορες μορφές της (π.χ. Νομοθετική εξουσία: αρένγκο, Μεγάλο Συμβούλιο, συμβούλιο των 40, Γερουσία, εκτελεστική εξουσία: Δόγης, Μικρό Συμβούλιο, Κονσουλτά, Συμβούλιο των Δέκα). Η πολιτειακή αυτή οργάνωση που προσπαθούσε να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις προς όφελος του κοινού σκοπού που ήταν η ευημερία της πόλης μέσω της διάνοιξης των δρόμων του εμπορίου, αφενός δημιουργούσε έναν ισχυρό μηχανισμό εξουσίας με διακριτούς ρόλους και δυναμική εξέλιξη και αφετέρου εξασφάλιζε ένα διοικητικό σύστημα που μπορούσε να ελέγχει τις διάφορες κτήσεις της Βενετίας κεντρικά, παραχωρώντας τους παράλληλα και δικαιοδοσία σε κάποια τοπικά θέματα), ενώ παράλληλα επιχειρούσε να μετριάσει τις έριδες στο εσωτερικό της πόλης.
(β) Η εφαρμογή καινοτόμων οικονομικών δράσεων. Ο θεσμός της εταιρείας, ή η κοπή νομίσματος που καθιερώθηκε ως διεθνές νόμισμα ήταν ενέργειες μιας «νέας οικονομίας» για την εποχή που διεύρυναν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές.
(γ) Η επιτυχής επικράτησή της στη Στεριά και στη θάλασσα μέσα από την θετική έκβαση των αντιπαραθέσεών της με γειτονικές φεουδαρχικές πόλεις ή αντίπαλες ναυτικές δυνάμεις (που δεν ήταν πάντα νικηφόρα, αλλά πάντα της διασφάλιζε διεξόδους).
(δ) Η επιτυχής διαχείριση της προς Ανατολάς επέκτασής της μέσω της εκμετάλλευσης της παραπαίουσας βυζαντινής αυτοκρατορίας και της επιτυχημένης επιλογής κτήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, κτήσεων-δυναμικών εμπορικών σταθμών.
Ίσως αυτές οι τέσσερις παράμετροι να είναι κάποια από τα «μυστικά της επιτυχίας» των τεσσάρων ναυτικών δημοκρατιών της Ιταλίας. Ο περιορισμός του χρόνου δεν μας επιτρέπει να πούμε ασφαλώς πολλά πράγματα για τη μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στην Ιταλία, στην οποία οι ναυτικές πόλεις πρωταγωνίστησαν ή συνέβαλαν αποφασιστικά. Αν η Αναγέννηση (την οποία θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι χρωστάμε κυρίως στην Ιταλία) άλλαξε το πρόσωπο του κόσμου, δεν ξέρω κατά πόσον θα μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν είχε προηγουμένως διασφαλιστεί η ευημερία και η οικονομική άνθηση που είχαν εξασφαλίσει στην ιταλική χερσόνησο οι δρόμοι του θαλάσσιου εμπορίου. Βέβαια, η προέλευση του πλούτου θα μπορούσε να αναζητηθεί και στα φεουδαρχικά κράτη – όμως η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι επαναστάσεις και οι αλλαγές δεν έρχονται από τη στασιμότητα και την αυτάρκεια, αλλά από την περιπέτεια, την περιπλάνηση, τη διεκδίκηση, το ρίσκο, την αλλαγή. Στις ναυτικές πολιτείες της Ιταλίας μια καινούρια κοινωνία είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει: Οι έμποροι, οι αστοί, ο τριτογενής τομέας, αυτοί που, όπως λέμε στο εμπορικό δίκαιο, αναλαμβάνουν την «ριψοκίνδυνη διαμεσολάβηση» στην διακίνηση των αγαθών. Οι κοινωνίες των ναυτικών δημοκρατιών δεν μπορούσαν να είναι αυτάρκεις και κοίταξαν προς τη θάλασσα για να αποκτήσουν δύναμη. Και όχι μόνο κέρδισαν την αυτάρκειά τους, αλλά κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν, να πρωταγωνιστήσουν και να γράψουν καινούριες σελίδες στην Ιστορία ενός κόσμου που είχε κουραστεί από τη στασιμότητα και τη μοιρολατρία ενός μεγάλου μεσαίωνα. Οι τέχνες ανθούν εκεί που ανθεί και η οικονομία.
Στον αντίποδα, εκεί, στον παλιό κόσμο, το Βυζάντιο εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην καινούρια πραγματικότητα. Οι δομές του imperium που ανάγονταν στην εποχή της κραταιάς Ρώμης δεν μπορούσαν να είναι ευέλικτες ώστε να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες. Το παρεμβατικό κράτος του Βυζαντίου παραδόθηκε αμαχητί στους μνηστήρες εμπόρους των μικρών ισχυρών δημοκρατιών. Παραδόθηκε αλλά και κατέκτησε, όπως συνήθως πράττει ο ελληνικός κόσμος. Αν οι οικονομικές δυνάμεις της Ιταλίας κατόρθωσαν να διεισδύσουν στις αγορές της ελληνίδος και μη Ανατολής, οι πνευματικές δυνάμεις του ελληνισμού ακολούθησαν την αντίθετη κατεύθυνση, φορτώθηκαν σαν μαγιόλια στα αμπάρια των Βενετών, των Γενουατών και των άλλων εμπόρων, και μπόλιασαν τις πνευματικές εξελίξεις της νεώτερης Ευρώπης. Μια περαστική ματιά στην παρουσία των Ελλήνων στη Βενετία, που ξεκινά από τον 10ο και 11ο αιώνα και αρχίζει να θάλλει μετά την άλωση της Πόλης και για πολλούς αιώνες μπορεί να μας οδηγήσει με αρκετή βεβαιότητα στο έστω και γενικό συμπέρασμα ότι οι έλληνες δεν έζησαν απλώς την καινούρια μετά την Αναγέννηση εποχή μέσα στο φυτώριο της ιταλικής χερσονήσου, αλλά βρήκαν εκεί έναν δικό τους σταθμό (όχι εμπορικό, αλλά πνευματικό) για να διαδώσουν και να εξελίξουν την ελληνική σκέψη στη Δυτική Ευρώπη.
Έτσι, ένα (όχι μόνο εμπορικό, αλλά και πνευματικό) δούναι και λαβείν είναι η σχέση ναυτικών πόλεων και ελληνικού κόσμου. Ποιος ήταν ο κερδισμένος; Ε, αυτό ας το κρίνει η Ιστορία…
Βέβαια η Ιστορία δεν έχει μόνιμους νικητές… Έχει μόνο ένα αιώνιο κινητήριο μοχλό, αυτόν που θα κινεί τα νήματά της στους αιώνες, αυτόν που θα ωθεί τους ανθρώπους να αναζητούν νέους δρόμους, να πολεμούν και να καταστρέφονται και τις αυτοκρατορίες να γεννιούνται και να καταρρέουν. Τον έχει περιγράψει ο Γεώργιος Χορτάτσης στο χορικό της τρίτης πράξης της Ερωφίλης του:
Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
Του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη.
Πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα!
Πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,
Πόσαις συχναίς μαλλιαίς συναφορμά σας
Γροικούνται ολημερνής ‘ς την οικουμένη!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα