Σαν παραμύθι: Η Ντιάνα στην Άσσο

9-10-2011...Και η Ντιάνα έφυγε από κοντά μας το βράδυ της 7-10... Στο τέλος της ανάρτησης, κι ένα τραγούδι για το "καλό ταξίδι"...

Με αφορμή το ξεκίνημα της έκθεσης της Ντιάνας Αντωνακάτου, θυμήθηκα ένα παλιό μου κείμενο που διαβάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσής της, στα Βιλλατώρια, στις 31 Ιουλίου 2006...

Προλογίζοντας την (17η στη σειρά) έκθεση της Ντιάνας Αντωνακάτου, εδώ, στα Βιλλατώρια, στο σπίτι της, έκθεση αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα της, διακεκριμένου φιλολόγου Γεράσιμου Αντωνακάτου, νιώθω ότι η αποψινή μας συνάντηση, αποτελεί, πέρα από ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός, και μια συναισθηματικά φορτισμένη καλοκαιρινή συνάντηση ανθρώπων γνωστών και φίλων από χρόνια, μια συντροφιά που ξανασμίγει και κάθε χρόνο μεγαλώνει, αλλάζει, όπως αλλάζουν και οι πίνακες ζωγραφικής που βρίσκονται αναρτημένοι στους τοίχους, κι όμως κάθε χρόνο όλα μοιάζουν εξίσου αρμονικά, εξίσου ταιριαστά με τη γλυκιά καλοκαιρινή βραδιά σ’ αυτό το μικρό χωριό της Παλικής.

Ομολογώ ότι νιώθω απολύτως ανεπαρκής να μιλήσω για την τέχνη της Ντιάνας Αντωνακάτου, καθώς έχω την αδυναμία, αλλά και ίσως το προνόμιο, να μπορώ να την απολαμβάνω με την αγνή ματιά ενός απλού θεατή, χωρίς καμμία ειδική γνώση. Θα μπορούσα να μιλώ για πολύ περισσότερο για τις ιστορικές και λαογραφικές της μελέτες, και ακόμη περισσότερο για το λογοτεχνικό και θεατρικό της έργο, για τις πρωτοποριακές λευκωματικές της εκδόσεις, μα απόψε νομίζω ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μας καλεί να αφήσουμε στην άκρη τις επιστημονικές προσεγγίσεις. Γι’ αυτό θα σας αφηγηθώ μια ιστορία, από τα χρόνια μετά τους σεισμούς, όταν στην Κεφαλονιά δεν υπήρχαν τουρίστες, όταν οι δρόμοι ήταν στενοί και χωμάτινοι, όταν δεν υπήρχε καλά καλά ηλεκτρικό ρεύμα στα περισσότερα από τα χωριά μας…

Μετά τους σεισμούς του 1953, ο οικισμός του Κάστρου της Άσσου είχε σχεδόν ερημώσει, αφού οι αγροτικές φυλακές που βρίσκονταν εκεί έκλεισαν και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είχαν αναγκαστικά μετακομίσει στην Άσσο ή είχαν αφήσει για πάντα την Κεφαλονιά. Ήταν αρχές καλοκαιριού, και ο Καθηγητής της Ιατρικής Ιωάννης Πατρίκιος είχε ανεβεί από την Άσσο στο Κάστρο για να δει την ηλικιωμένη θεία του, μία από τους τελευταίους κατοίκους του. Είχε φέρει μαζί του και φρέσκα ψάρια από την Άσσο… Ήταν (και είναι ακόμη, παρόλο που το Κάστρο ερήμωσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960) η ωραιότερη εποχή για εκείνο τον τόπο, αφού ακόμα όλα ήταν ανθισμένα – σε μια τεράστια έκταση, όσο έπιανε το μάτι σου, το Κάστρο ήταν γεμάτο από τα χρώματα της άνοιξης που σιγά σιγά έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι.

Στο διώροφο σπιτάκι της θείας, ο γιατρός έδειχνε ενθουσιασμένος: Είχε συναντήσει, ανεβαίνοντας, μια πανέμορφη κοπέλα, που υποβλήθηκε στον κόπο να περπατήσει τόσο δρόμο από την Άσσο μέχρι το Κάστρο, είχε στήσει τα σύνεργά της σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει πανοραμικά ολόκληρο σχεδόν το χώρο που κάποτε οι Ενετοί οραματίστηκαν μάταια πως θα γινόταν καστροπολιτεία, και εκεί, μέσα στην ερημιά, είχε αρχίσει να ζωγραφίζει με συντροφιά μονάχα το απέραντο παραδεισένιο τοπίο και τα κελαηδήματα των πουλιών, χωρίς τίποτα να μπορεί να την αποσπάσει.

Ο γιατρός ζήτησε από τη θεία του να τηγανίσει τα ψάρια, κι έπειτα περπάτησε λίγα μέτρα παρακάτω, εκεί που κατοικούσαν οι υπόλοιποι εναπομείναντες κάτοικοι, η οικογένεια του μπάρμπα-Γιώργη με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του, που ζούσαν σε μια παράγκα από πισσόχαρτο δίπλα από το γκρεμισμένο τους σπίτι. Φώναξε τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια της οικογένειας και τους ζήτησε να πάρουν τα τηγανητά ψάρια, μαζί με λίγο ψωμί και στερνίσιο νερό, και να πάνε να τα αφήσουν εκεί που ζωγράφιζε η κοπέλα. Τους επέστησε μάλιστα την προσοχή: «Θα πάτε όσο ήσυχα μπορείτε και δεν θα της μιλήσετε. Δεν πρέπει να την ενοχλήσει κανείς την ώρα που ζωγραφίζει». Κι έπειτα, άρχισε να μιλάει στον μπάρμπα-Γιώργη με ενθουσιασμό για την κοπέλα.

Εκείνα τα χρόνια, που ο τουρισμός στην Κεφαλονιά ήταν άγνωστη λέξη, ήταν οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτο ένας άγνωστος επισκέπτης με σύνεργα ζωγραφικής να βρίσκεται ξαφνικά σε μια ερημιά και να ζωγραφίζει. Έτσι τα κοριτσάκια ξεκίνησαν με τα ψάρια, το ψωμί και το νερό για να βρουν τη νεαρή ζωγράφο, ομολογουμένως λίγο φοβισμένα, καθώς δεν έπρεπε να κάνουν φασαρία ή να την ενοχλήσουν.

Μετά από λίγα λεπτά έφτασαν εκεί που βρισκόταν η κοπέλα. Τα δυο κοριτσάκια έμειναν να την παρατηρούν εκστατικά. Η κοπέλα έμοιαζε σαν να έρχεται από ένα άλλο κόσμο, έναν κόσμο που εκείνα στη μικρή και περιορισμένη ζωή τους μέσα στα τείχη του Κάστρου δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν. Η κοπέλα είχε κατάξανθα μαλλιά και ήταν η ομορφότερη που είχαν δει στη ζωή τους. Φορούσε ένα φόρεμα γεμάτο με λουλούδια, έτσι όπως γεμάτο λουλούδια ήταν ολόκληρο το τοπίο γύρω τους. Την πλησίασαν, και όλοι οι φόβοι τους διαψεύσθηκαν. Η κοπέλα υποδέχθηκε τα κοριτσάκια με χαμόγελο και ζεστασιά. Τους μιλούσε μα εκείνα δεν την άκουγαν. Την κοιτούσαν εκστατικά, κι έπειτα της άφησαν το πρόχειρο γεύμα και έφυγαν.

Γυρίζοντας στο σπίτι, άρχισαν να αφηγούνται στο μπαρμπα-Γιώργη με θαυμασμό για εκείνη την, μυστήρια όσο και μαγική, συνάντηση εκεί μέσα στην ερημιά, εκείνες που για να συναντήσουν άνθρωπο έπρεπε να περπατήσουν μισή ώρα μέχρι την Άσσο. Ο πατέρας τους τότε τις ρώτησε: «Καλά όλα αυτά, αλλά είδατε τί ζωγραφίζει;». Η μεγαλύτερη από τα κοριτσάκια, που μού αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, και μου είπε ότι εκείνη η εικόνα δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τη μνήμη της, του απάντησε, με πολύ φυσικό τρόπο: «Όχι πατέρα. Γιατί ήταν ολόκληρη μια ζωγραφιά!»

Σήμερα τα έφερε έτσι η τύχη ώστε ο γιος ενός από τα κοριτσάκια να έχει την τιμή να μιλάει ενώπιόν σας στην έκθεση εκείνης της πανέμορφης κοπέλας, της Ντιάνας Αντωνακάτου, που είμαι σίγουρος ότι έχει χιλιάδες τέτοιες μικρές ιστορίες να θυμάται, καθώς στα χρόνια που πέρασαν γύρισε την Κεφαλονιά σπιθαμή προς σπιθαμή, αποτύπωσε με τα πινέλα της την ομορφιά του νησιού της, αλλά και συχνά αποκάλυψε την ομορφιά που κρύβεται σε κάθε γωνιά αυτής της γης με το δικό της μοναδικό τρόπο.

Δεν έχω δυστυχώς το υπόβαθρο για να προσεγγίσω την τέχνη με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με το συναίσθημα. Και με αυτό και μόνο το κριτήριο, οφείλω να πω ότι είναι αδύνατο να απεικονίσεις την ομορφιά αν δεν την κρύβεις μέσα σου. Ο καλλιτέχνης απεικονίζει τον κόσμο με τα υλικά του δικού του ψυχικού κόσμου. Μας καλεί να τον δούμε προσφέροντάς μας απλόχερα τη δική του ματιά. Μια ματιά ονειρική, οπτιμιστική, μια ματιά που πλημμυρίζει, χωρίς να θαμπώνεται, από τη χαρά της ζωής, και την ευτυχία να δημιουργείς μέσα από την τέχνη.

Επιπλέον, έχω την αίσθηση ότι η ονειρική ρέμβη των πινάκων της Ντιάνας Αντωνακάτου γίνεται, κατά περίεργο τρόπο, περισσότερο ονειρική όταν σκεφτόμαστε ότι οι εικόνες της, που μοιάζουν με όνειρο, υπάρχουν, είναι πραγματικές, είναι «του κόσμου τούτου». Είναι οικείες σε όλους μας, αντλούν από τη συλλογική μας μνήμη, την παιδική μας ηλικία, τις αναμνήσεις μας, τις ιστορίες που έχουμε ακούσει, τις ίδιες τις εικόνες που έχουμε κι εμείς καταχωρισμένες σε κάποιο φάκελλο της μνήμης μας, εικόνες που, αντικρίζοντας αυτούς τους πίνακες, ξαφνικά αναδύονται στην επιφάνεια, τις βλέπουμε μπροστά μας κοιτώντας στον καθρέφτη της ζωής μας. Αλλά τις βλέπουμε αλλιώτικα ωραίες: Τα βράχια δεν είναι κοφτερά. Τα αγκάθια δεν μπορούν να σε ματώσουν. Μπορείς να σταθείς άφοβα στην άκρη του γκρεμού και να χαρείς την ομορφιά χωρίς να φοβάσαι.

Αυτή είναι και η δύναμη της τέχνης: να αποθεώνει την ομορφιά των μικρών πραγμάτων, να ανακαλύπτει μέσα τους όλα εκείνα τα στοιχεία που εκτοξεύουν ένα φυσικό τοπίο, ένα χωριάτικο σπίτι, μια ερειπωμένη εκκλησιά στη σφαίρα του αιώνια ωραίου. Να απελευθερώνει το τοπίο από τις κοσμικές του διαστάσεις που το περιορίζουν ή το υποβιβάζουν στα μάτια μας και να το αποθεώνει, με ένα γοητευτικό, νοσταλγικό τρόπο. Να βρίσκει στις μικρολεπτομέρειες, στις στιγμές, την ανάσα της αιωνιότητας, που κάθε στοιχείο αυτού του κόσμου περιέχει. Το ονειρεμένα όμορφο είναι οικείο, απτό, είναι δίπλα μας αρκεί να έχουμε τα μάτια να το δούμε.

Πιστεύω ότι η ζωγράφος δεν θα μπορούσε να αποδώσει με αυτό τον τρόπο αυτού του είδους την ομορφιά, αν η ίδια δεν είχε αγαπήσει με πάθος αυτό τον τόπο. Αλλά αυτή της η αγάπη, πάντα κατά τη γνώμη μου, ξεπερνάει τα όρια του κεραυνοβόλου και διαρκούς έρωτα με το φυσικό κάλλος της Κεφαλονιάς. Είναι πιο βαθιά, και πηγάζει, τροφοδοτείται (αλλά και τροφοδοτεί) την αγάπη της για την ιστορική και λαογραφική έρευνα, την αφοσίωσή της στο παρελθόν που κουβαλούν αυτά τα τοπία, και που η ίδια ανακαλύπτει μέσα τους, με έναν τρόπο, ώστε το παρελθόν να καθίσταται αενάως παρόν, να χρωματίζει την ομορφιά του τοπίου και να προοικονομεί το μέλλον του. Από την άποψη αυτή, τα έργα της ζωγράφου έχουν αγαπηθεί, αγαπιούνται και πιστεύω ότι θα αγαπιούνται για πολύ ακόμα, επειδή πέρα από την ομορφιά του τοπίου, μ’ έναν δικό της τρόπο κατορθώνει να απεικονίσει, άλλοτε υπονοώντας και άλλοτε υπογραμμίζοντας, την ιστορικότητα αυτής της ομορφιάς – τη συνέχεια ενός τόπου που κουβαλάει την παράδοση, τις τύχες του στο διάβα του χρόνου, ακόμη και τα δεινά του. Κι αν κανείς νομίζει ότι τα δεινά αυτά μπορεί να ρυτιδώσουν την ομορφιά, μια σύντομη περιήγηση στους πίνακες αυτής της έκθεσης είναι αρκετή για να τον διαψεύσει.

Κι αυτό γιατί τα τοπία αυτά νιώθει κανείς πως έχουν απολυτρωθεί από το βάρος του κόσμου, επειδή ακριβώς κουβαλούν το βάρος όλου του παρελθόντος τους. Ότι κρύβουν μέσα τους τις ζωές και τις ανάσες όλων των ανθρώπων που πάτησαν το πόδι τους σ’ αυτά. Ότι κρύβουν τη μακροϊστορία και τη μικροϊστορία. Τους μεγάλους πολέμους και τους κατακτητές, αλλά και τις μικρές καθημερινές συγκινήσεις. Τις μεγάλες χαρές και τις μεγάλες λύπες. Ότι πίσω από τις ασβεστωμένες γλάστρες κρύβονται καλά τα μικρά μυστικά των τόπων και των ανθρώπων, αυτά που δεν ακούστηκαν ποτέ, κι ούτε κανείς θα τολμήσει ποτέ να τα ψελλίσει.

Κοιτώντας, εκστατικά, σαν τα κοριτσάκια της ιστορίας μας, όλες αυτές τις εικόνες, η επιθυμία του καθενός μας είναι να μπορέσει, έστω και για μια στιγμή, να βρεθεί, έστω και λαθρεπιβάτης, εκεί μέσα, μέσα σ’ εκείνους τους μικρούς υπέροχους κόσμους και να περιπλανηθεί, μέσα σ’ έναν κόσμο γεμάτο από χρώματα, να εκτινάσσεται μεμιάς, αβαρής και ο ίδιος, στον ουρανό, και κατόπιν στα βάθη της θάλασσας, έπειτα να χάνεται σαν λιλιπούτειος περιηγητής μέσα στα απέραντα ανθισμένα τοπία, να σκαρφαλώνει σαν μυρμήγκι στους δροσερούς κήπους, να απλώνει τα χέρια του και να αρπάζει το χρώμα, κι όμως, το τοπίο να παραμένει απαράλλαχτα ονειρικό, απαράλλαχτα αρμονικό, απαράλλαχτα άφθαρτο.

Κι αυτό αποκτά μεγαλύτερη ακόμη σημασία όταν βρίσκεται κανείς μπροστά σε τόπους, κτίρια, σκηνές της ζωής που έχουν χαθεί για πάντα, είτε από φυσικές καταστροφές, ή και από την ίδια τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ωστόσο, χάρη και στην απεικόνισή τους, μπορούν να ζουν ακόμη στη συλλογική μας μνήμη, στις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων, στις εύγλωττες σιωπές που συχνά συνοδεύουν μια επίσκεψή μας σε ένα προσεισμικό χωριό, έναν ερημωμένο τόπο, έναν αλλοτινό κήπο που τώρα χάθηκε μέσα στην άγρια βλάστηση της ερήμωσης, σαν τον κήπο των κοριτσιών της ιστορίας μας.

Το σπίτι της θείας εκεί πάνω στο Κάστρο της Άσσου δεν υπάρχει πια, ούτε η παράγκα από πισσόχαρτο, ούτε η αυλή με την ελιά και την ντραγάτα, απ’ όπου ξεκίνησαν τα κοριτσάκια με εκείνο το πρόχειρο γεύμα για την όμορφη ζωγράφο, την Ντιάνα Αντωνακάτου. Ωστόσο, στις αρχές κάθε καλοκαιριού το Κάστρο, μολονότι ολότελα έρημο πια από ανθρώπους, εξακολουθεί να είναι ολάνθιστο, με χιλιάδες αγριολούλουδα και άγρια βλάστηση, σαν να περιμένει ότι κάποια στιγμή το ξανθό κορίτσι με το λουλουδάτο φόρεμα θα ξανάρθει για να στήσει κάπου το καβαλέτο του, και η ιστορία θα αρχίσει ξανά να ξετυλίγει το κουβάρι της…

Ηλίας Α. Τουμασάτος

9-10-2011... Καλό σας ταξίδι...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα