Γούρι από φελλό

Γούρι από φελλό

της Βίκυς Γεωργοπούλου

Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2007


-Μάλλον θα σκάει ο φελλός, μουρμούρισε. Ελπίζω να σταματήσει εδώ, να κρατηθεί ακέραιο το ρόδι. Ξέρεις, Χαρά, αυτό το γούρι μ’ άρεσε τόσο που δεν μπόρεσα να μην το αγοράσω. Σκεφτόμουνα, βέβαια, πως ο φελλός θα σάπιζε, αν δεν ήταν τελείως στεγνός όταν τον τύλιγαν στο ασήμι. Ρισκάρισα όμως. Μπορεί ν’ αντέξει μια ζωή σκέφθηκα, μπορεί δύο ή μισή και λιγότερη. Τι σημασία έχει, ίσως και να μην τελειώνουν όλα κάποτε, απλά ν’ αρχίζουν άλλα, άγνωστα που δεν μπορούμε να τα δούμε.

Είναι ένα απόσπασμα από το «Γούρι από φελλό», το διήγημα της Βίκυς Γεωργοπούλου που έχει δώσει και τον τίτλο στην καινούρια της συλλογή διηγημάτων, που παρουσιάζουμε απόψε. Μια συλλογή που έρχεται οχτώ χρόνια μετά τη συλλογή «Το νησί του νου» (1999) και δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη της συλλογή διηγημάτων «Κράτος Κεραιών» (1995). Η συγγραφέας μένει πιστή στο δυσκολότερο ίσως λογοτεχνικό είδος, το διήγημα, που καλείται να συμπυκνώσει με αφηγηματική οικονομία σε λίγες σελίδες όχι μόνο τη μικρή του ιστορία, αλλά και όλη την προϊστορία των πρωταγωνιστών του. Μόνο που σ’ αυτή τη συλλογή επιλέγει να βρεθεί πιο κοντά στην πραγματική πραγματικότητα, αφήνει για λίγο κατά μέρος τους ήρωες, τις ηρωίδες και τους τόπους με τα παραμυθένια ονόματα που πρωταγωνιστούσαν στις δυο προηγούμενες συλλογές, και ρίχνει το λογοτεχνικό της βλέμμα στην καθημερινότητα.

Αυτό, εκ πρώτης όψεως. Διαβάζοντας ωστόσο ανάμεσα στις γραμμές ανακαλύπτουμε άλλο ένα λογοτεχνικό παιχνίδι της συγγραφέως. Ο παραμυθένιος και μαγικός κόσμος των προηγούμενων διηγημάτων είναι καλά κρυμμένος πίσω από τα καθημερινά γεγονότα, αυτά που όλοι λίγο πολύ έχουμε ζήσει. Η πραγματική πραγματικότητα, σαν ένα γούρι από φελλό, συχνά ραγίζει, και τότε από μέσα της ξεχύνονται άλλες πραγματικότητες. Αυτές που κατοικούν και αναπτύσσονται δίπλα μας χωρίς να τις ξέρουμε, αυτές που ανέκαθεν κατοικούν μέσα μας και συχνά χρειαζόμαστε ένα σοκ για να τις αναγνωρίσουμε, τις πραγματικότητες του φυσικού κόσμου γύρω μας, αλλά και αυτές που εδράζονται πέρα από τον κόσμο μας, στο επίπεδο του μεταφυσικού, αλλά με κάποιο μυστηριακό τρόπο τρυπώνουν στη ζωή μας και την επηρεάζουν. Και τότε απλά καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για μία πραγματικότητα – είναι σαν να προσπαθούσαμε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας ή τον κόσμο μόνο από μία οπτική γωνία.


Το γούρι από φελλό είναι ένα ρόδι από φελλό κι ασήμι, δώρο στην ηρωίδα του διηγήματος από μια κάτοικο της περιοχής όπου μόλις έχει μετακομίσει. Ένα γούρι που σιγά σιγά αρχίζει να σπάει, μαζί με τα στερεότυπα που η ηρωίδα έχει πλάσει στο μυαλό της και για τη γειτονία, και για εκείνη τη γυναίκα. Ένας εισβολέας στο καινούριο σπιτικό, η γειτόνισσα και το δώρο, το γούρι της. Ένας εισβολέας στην καινούρια γειτονιά, η ηρωίδα. Όλοι επιχειρούν να κρατήσουν τις γραμμές άμυνάς τους κι όλοι, ο καθένας από τη θέση του, να επιτεθούν. Δύο κόσμοι, ένας ατομικός και ένα σύνολο από πολλούς ατομικούς μαζί, υποδέχονται μια καινούρια κατάσταση. Μέσα στην καινούρια κατάσταση αυτό που κυριαρχεί είναι οι «πρώτες εικόνες», τα πρώτα στερεότυπα που δημιουργούμε για τον άλλο, αυτά που πάντα σκαρώνουμε στο μυαλό μας με ελλιπείς και αποσπασματικές πληροφορίες και τελικά καθορίζουν τη στάση μας απέναντι στους ανθρώπους γύρω μας. Άλλους τους ευνοούμε, άλλους τους αδικούμε. Συμβιώνοντας με τους γύρω μας ανθρώπους προσπαθούμε να ανεχτούμε πράγματα που κατά βάθος δεν αντέχουμε – κι όσο οι ατομικότητες και οι μοναξιές μας γίνονται μεγαλύτερες, τόσο η ανεκτικότητά μας λιγοστεύει. Ζητούμε τον δικό μας, προσωπικό ζωτικό χώρο – κάθε εισβολή, ακόμη κι αυτή του γείτονα για καφέ, κέηκ και ακατάσχετη πολυλογία γίνεται αφόρητη. Αλλά κι αυτό το αφόρητο δούναι και λαβείν, μόλις διακοπεί, μόλις σιγήσει, πάλι μας ενοχλεί, αυτή τη φορά με την ίδια του την έλλειψη. Κι όταν καταλάβουμε ότι μόλις έσπασε το ρόδι της καλής τύχης μας αποκαλύπτεται η άλλη, η πραγματική πραγματικότητα του φλύαρου γείτονα, η καλά κρυμμένη του δυστυχία, μπορεί να γινόμαστε σοφότεροι, γινόμαστε όμως και αυτό που δεν επιδιώκαμε, αλλά τελικά επιθυμούμε. Μόνοι.

Ένα ντόμινο από χιλιάδες κομμάτια που κάποια στιγμή, ανεπαίσθητα και αθόρυβα γκρεμίζονται, ισορροπίες που μοιάζουν παγιωμένες και τελικά καταστρέφονται για χάρη της ίδιας της ισορροπίας, αυτό συναντάμε στο «Ντόμινο», ένα άλλο διήγημα της συλλογής. Δυο παράλληλοι κόσμοι εντός, εκτός και επί τα αυτά. Ένας σκηνοθέτης με επιτυχημένη καριέρα, που βασανίζεται για να φέρει σε πέρας την μεγαλεπήβολη σκηνοθετική του ιδέα: να γυρίσει μια σκηνή γάμου ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς. Μια ιδέα, ένας στόχος πρακτικά ανέφικτος, σκηνοθετικά όμως, στην επίπλαστη πραγματικότητα της οθόνης, εφικτός. Παράλληλα, η οικογένειά του, με προεξάρχουσα τη γυναίκα του, που βιώνει την αγωνία του και τις συνέπειές της μέχρι να δοθεί η τελική λύση. Το κυνήγι μιας πλαστής αλήθειας συχνά μας γίνεται εμμονή. Το όραμά μας για δημιουργία, δημιουργία πραγμάτων που στον δικό μας αξιακό κώδικα κατέχουν υψηλή θέση συχνά υπερσκελίζει τον πραγματικό μας κόσμο. Η χαρά της δημιουργίας κάποτε γίνεται πιο απαραίτητη για την επιβίωσή μας από τη χαρά της ζωής. Κι όχι μόνο αυτό. Συχνά μας εμποδίζει να χαρούμε και να απολαύσουμε αυτά που η ζωή μας έχει χαρίσει και θεωρούμε αυτονόητα και δεδομένα, την αγάπη της οικογένειάς μας, τα παιδιά μας. Φτιάχνουμε καινούρια οικοδομήματα από ιδέες και όνειρα και αφήνουμε τον πραγματικό μας κόσμο να σκουριάσει, να αραχνιάσει, τον υποχρεώνουμε καμμιά φορά ακόμα και να καταστραφεί για να υπερασπίστεί το άυλο όραμά μας. Αξίζει;

Τα καινούρια όνειρα και το απροσδόκητο που τα ξεθωριάζει πρωταγωνιστούν και στο διήγημα «Το Σιλό». Μόνο που εδώ τα ξεθωριάζουν ο χρόνος, αλλά και ένας απροσδόκητος μουσαφίρης. Ένα ξεχασμένο παλιό σιλό γίνεται το πεδίο των ονείρων και επιχειρηματικών στόχων ενός φιλόδοξου τριαντάρη νεαρού. Το ίδιο σιλό, με το μυστήριο που εκπέμπει το σκοτάδι κι οι θόρυβοι μέσα του, ελκύει και την άλλη ηρωίδα, μια ασφαλίστρια. Παραπέρα, ένα αεροδρόμιο. Τρεις κόσμοι μαζί, ανθρώπινοι, κι άλλος ένας, ο κόσμος των πουλιών, ο κόσμος των θορύβων που ακούγονται μέσα από το σιλό. Εισβολείς οι ανθρώπινοι ήρωες στον κόσμο του παλιού σιλό. Εισβολείς και οι παλιοί κάτοικοι, τα πετεινά της άλογης φύσης. Αθέλητοι εισβολείς, δίχως πρόθεση να βλάψουν. Άδολοι εισβολείς, σαν το τυχηρό, το αδόκητο, που έρχεται να χαμογελάσει ειρωνικά σε όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ανθρώπων, που έρχεται να γκρεμίσει το καλοσχεδιασμένο business plan μ’ έναν τρόπο που κανείς οικονομολόγος δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Οι άνθρωποι συχνά διαλέγουμε να αναμετρηθούμε με την τύχη μας έχοντας κατά νου μόνο αυτά που η δικιά μας λογική μπορεί να προβλέψει ως πιθανά εμπόδια. Μα υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος γύρω μας που δεν είναι φτιαγμένος με τη δικιά μας λογική, που υπακούει στους δικούς του κανόνες, που χωρίς καμμία πρόθεση εναντίον μας μπορεί να γκρεμίσει τα όνειρά μας – να τα μεταμορφώσει σε αυτό που πραγματικά είναι: ένα ρημαγμένο σιλό πλάι σ’ ένα μεγάλο αεροδρόμιο.

Ένα αεροδρόμιο, τόπος οικείος για την συγγραφέα λόγω της επαγγελματικής δραστηριότητας, θα αλλάξει τις ζωές των πρωταγωνιστών στο επόμενο διήγημα με τον παράξενο τίτλο «ΕΝ ΚΑΠΛ» - η δεύτερη λέξη του διηγήματος είναι τα αρχικά του Κρατικού Αερολιμένα της Αστυπάλαιας, του τόπου όπου διαδραματίζεται το διήγημα. Το νησί, ο ένας κόσμος των ηρώων. Εκεί που οι δυσκολίες της ζωής τους αναγκάζουν να φύγουν για χρόνια στο εξωτερικό. Ο άλλος κόσμος των ηρώων, στον οποίο ζουν παράλληλα κι έναν τρίτο κόσμο – τον κόσμο των αναμνήσεων από το νησί (έναν κόσμο που κρατάει με το φίλτρο της νοσταλγίας όλα τα καλά εκείνης της ζωής και αφήνει πίσω του την ανέχεια). Ανάμεσα σε όλους αυτούς, και ένας μεταβατικός κόσμος, ο κόσμος εν πλω. Ο κόσμος στο καράβι της φυγής. Ο κόσμος όπου πλάθονται τα σχέδια για το μέλλον, γιατί από το νησί φεύγεις δίχως πλάνο, δίχως πρόγραμμα. Κι αυτά τα σχέδια, ένας ακόμα κόσμος… Κι έπειτα, η επιστροφή στο νησί… Μια καινούρια πραγματικότητα, που φέρνει ένα γεγονός πέρα από όλους εκείνους τους κόσμους. Το καινούριο αεροδρόμιο, ένας τόπος φυγής και τόπος επιστροφής. Μια μεγάλη πλατφόρμα που σε πάει και σε φέρνει, που σού φτιάχνει καινούρια σχέδια, που ορθώνεται δίπλα στον παλιό σου, εκείνο τον πρώτο κόσμο, και τον κάνει, χωρίς ο ίδιος ν’ αλλάξει τίποτα πάνω του, να φαίνεται καινούριος. Κι όλοι αυτοί οι κόσμοι, που κατοικούσαν εντός των ηρώων και πλάθονταν σε κάθε φυγή τους, από εδώ ή από εκεί, ξαφνικά βρίσκουν μια μεγάλη πίστα για να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλο. Όχι για να καταργηθούν. Αλλά για να γεννήσουν έναν καινούριο κόσμο, εκεί, σ’ εκείνη την πίστα, όπου τίποτα δεν μπορεί να σταθεί για πολύ.

Αν ένα αεροδρόμιο είναι τόπος μετάβασης – μια κηδεία είναι μια τελετουργία μετάβασης. Η Λαμπετώ, η ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος, οργανώνει μια κηδεία-πανηγύρι στον τόπο καταγωγής της. Ανήκει και εκείνη στην κατηγορία των ανθρώπων του προηγούμενου διηγήματος, που έφυγαν από την πατρίδα τους για να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και τη δυστυχία. Η Λαμπετώ γυρίζει νεκρή στον παλιό της κόσμο. Επιχείρησε να γυρίσει και ζωντανή, αλλά δεν βρήκε τίποτα όρθιο από αυτόν κι έφυγε τότε άρον άρον. Η θριαμβευτική της επιστροφή μοιραία διαθέτει, εξιδανικευμένα, τα κομμάτια του παλιού της κόσμου σε συνδυασμό με τη δόξα και τα πλούτη που της χάρισε ο καινούριος. Εκτός από αυτά, ο νέος της κόσμος της χάρισε και αρρώστεια Στον νέο κόσμο που πάει μπορεί να πάρει μαζί της μόνο μερικά κτερίσματα. Επιλέγει λοιπόν μνημεία όλων εκείνων των εποχών. Όχι εξιδανικευμένα – δεν έχουν νόημα οι αναμνήσεις όταν μεταβαίνεις σε έναν κόσμο χωρίς αναμνήσεις και χωρίς μέλλον. Επιλέγει τον πληθωρισμό της καινούριας της ζωής, και την ανέχεια της παλιάς της ζωής. Ό,τι παίρνει μαζί της είναι όλο της το παρελθόν, όχι κρισαρισμένο από τη νοσταλγία, αλλά με όλο του το βάρος, όλα του τα αγκάθια. Όχι πολλά αισθήματα. Εκεί, δεν τα χρειάζεται. Περισσότερα υλικά. Αυτά που έφτιαξαν τους δυο κόσμους της, και τον παλιό και τον καινούριο, τα παίρνει μαζί της σαν το χώμα που κουβαλάει ο μετανάστης από την πατρίδα στα ξένα.

Το διήγημα που άφησα για το τέλος δεν μας μιλά, όπως τα προηγούμενα, για μεγάλες χωρικές μεταβάσεις, για κόσμους που απέχουν δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μεταξύ τους. Εδώ, στο διήγημα «Ένα μεγάλο βήμα», το διήγημα που ανοίγει το βιβλίο, για να συντελεστεί η μετάβαση δεν χρειάζεται παρά μόνον ένα γλίστρημα. Θα μπορούσε να συμβεί και στον καθέναν από μας, και σας συνιστώ, αν σας συμβεί, αφού πρώτα ευχηθώ να μη χτυπήσετε, να το εκμεταλλευθείτε δεόντως. Ας μεταφερθούμε στο σκηνικό: Μετά από μια ξαφνική νεροποντή, που σας έχει καθυστερήσει από πολλές δουλειές, πασχίζετε να τα προλάβετε όλα, γιατί έχετε και δουλειά μετά, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οπότε, όπως και η ηρωίδα του διηγήματος, αρχίζετε να τρέχετε μέσα στην πόλη, που έτσι κι αλλιώς έχει παραλύσει μετά τη βροχή και τίποτα δεν λειτουργεί σωστά. Οι δρόμοι της πόλης έχουν γίνει ποτάμια κι εσείς κάνετε ένα μεγάλο βήμα για να αποφύγετε το ανεπιθύμητο πλατσούρισμα… και συμβαίνει το μοιραίο. Εσείς οριζοντίως, και με τα πράγματά σας σκόρπια παντού τριγύρω, μέσα στον μικρό χείμαρρο από νερό και λάσπη των βουλωμένων υδρορροών – δηλαδή μέσα στη λίμπα που προσπαθήσατε, κάνοντας το μεγάλο βήμα, να αποφύγετε. Συμβαίνει και στην πραγματική ζωή – και όχι μόνον όταν βρέχει, να λουζόμαστε αυτό που παλεύουμε να αποφύγουμε. Κι εκεί, όση ώρα είστε μέσα στο χαντάκι, ο χρόνος να σταματάει, και ξαφνικά να παρουσιάζονται μπροστά σας, με τρόπο που συμβαίνει επίσης και στα όνειρα, οι άνθρωποι και οι κόσμοι που για ολόκληρη τη ζωή σας κατοικούν στην ψυχή σας – ξεπηδούν από τα διαβάσματά σας αλλά και από τα αισθήματα και τους πιο κρυφούς πόθους σας. Σας παίρνουν μαζί τους από περίεργους δρόμους, από εκεί που δεν είχατε προγραμματίσει, αλλά πάντα θέλατε να περάσετε. Σ’ αυτόν τον παρένθετο χρόνο, που μοιάζει με τον παρένθετο χρόνο του καρναβαλιού ή του ονείρου, βρίσκουν την ευκαιρία να ζωντανέψουν όσα δεν χωρούσαν στον κανονικό σας χρόνο, σ’ αυτόν που θα κυλούσε ασταμάτητα και θα σας πίεζε ασφυκτικά αν δεν είχατε επιχειρήσει εκείνο το μεγάλο βήμα, πιστεύοντας ότι θα κερδίσετε χρόνο. Κερδίσατε χρόνο, άραγε;

Κόσμοι εντός κι εκτός, παλαιοί και καινούριοι, φυσικοί και υπερφυσικοί, παράλληλοι και τεμνόμενοι. Κόσμοι δικοί μας. Κόσμοι που επιχείρησε να δει η Βίκυ Γεωργοπούλου εστιάζοντας σε ιστορίες που σε όλους μας στην ουσία τους κάτι θυμίζουν, γιατί ίσως περιέχουν ένα δικό μας βίωμα. Κόσμοι που δεν έχουν γωνίες. Η αίσθησή μου, ως απλού αναγνώστη, είναι ότι η συγγραφέας ατενίζει τους κόσμους αυτούς με ένα μάτι ψύχραιμο και γαλήνιο – ίσως σε αυτό την βοηθάει η ιδιότητά της ως μαθηματικού. Τα μαθηματικά μας βοηθούν να κατανοήσουμε την αρμονία του κόσμου που συχνά είναι μακριά από την εικόνα που έχουμε εμείς για την αρμονία. Η διάψευση των ονείρων, τα πισωγυρίσματα, οι πανηγυρικές κηδείες, οι αδόκητες ανατροπές που αλλάζουν τη ζωή μας, μπορεί να μας δυσκολεύουν να συμβιβαζόμαστε μαζί τους, ωστόσο είναι κι αυτές ένα κομμάτι της αρμονίας που συγκρατεί τους πολλούς κόσμους που υπάρχουν γύρω μας, αλλά και εκείνους που βρίσκονται εντός μας. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι η συγγραφέας αντιμετωπίζει αυτή την πραγματικότητα με μια στωικότητα που δεν είναι καθόλου μοιρολατρική, αλλά που επιχειρεί να διεισδύσει μέσα στην αλήθεια όλων αυτών των απλών και μικρών καθημερινών πραγμάτων.

Ίσως γιατί αυτή η αλήθεια, απ’ όσο πιο κοντά την βλέπει κανείς, τόσο λιγότερο μονοδιάστατη φαίνεται. Μοιάζει μ’ ένα καλειδοσκόπιο, που με μια μικρή κίνηση, όχι απαραίτητα δική μας, φαίνεται ολότελα διαφορετικό. Αλλά και πριν και μετά την κίνηση, το καλειδοσκόπιό μας ήταν και είναι το ίδιο αληθινό. Κι η αρμονία του είναι άλλη κάθε φορά, συχνά φωτεινή, συχνά σκοτεινή, συχνά ακέραιη, συχνά ραγισμένη, σαν το γούρι από φελλό, ακόμη και τότε όμως είναι πάντα αρμονία.

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος», Αργοστόλι 21-7-2008


Ηλίας Τουμασάτος

Ιούλιος 08



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα