Η εφημερίδα "Διαολαποθήκη" (Κεφαλονιά [πού αλλού;] 1860-1864)


Ένα ιδιότυπο σατιρικό φύλλο στην Κεφαλονιά στα χρόνια πριν την Ένωση
Πρωτοσέλιδο της "Αποθήκης Διαβόλου", μετέπειτα "Διαολαποθήκης"


Η μεγάλη εκδοτική παραγωγή που σημειώνεται στα Ιόνια Νησιά την τελευταία δεκαπενταετία της Αγγλοκρατίας, και από την παραχώρηση στους Επτανήσιους του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας, χαρακτηρίζεται και από κάποιες περιπτώσεις εντύπων που μπορεί να μη διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική δυναμική των καιρών, αλλά σε κάθε περίπτωση συνιστούν αξιοπρόσεκτες εκφράσεις δημόσιου λόγου, σ’ έναν επτανησιακό «γαλαξία» που περιείχε πολλά κέντρα πνευματικής ζωής, λόγω της νησιωτικής του ταυτότητας.
            Μια τέτοια, ιδιαίτερη περίπτωση, χαρακτηριστική όμως της κεφαλονίτικης γειτονιάς αυτού του πνευματικού γαλαξία είναι και η εφημερίδα Διαολαποθήκη του Φερδινάνδου Όδδη, που κυκλοφορούσε στο νησί, αλλά και μέσω συνδρομητών σε όλα τα Επτάνησα στο διάστημα 1860-1864. Τα λιγοστά φύλλα της εφημερίδας σώζονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο ΕΛΙΑ και στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, μας επιτρέπουν να έχουμε μια αποσπασματική εικόνα της παρουσίας της πλάι στις πολιτικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Ιόνιο Κράτος εκεινη την εποχή.
Η εφημερίδα στην πορεία της άλλαξε πολλές φορές όνομα και λογότυπο. Στην αρχή ονομαζόταν Αποθήκη Διαβόλου – Κυκεών (Ο κυκεών ήταν ένα αφέψημα που πινόταν από τους συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια), συνέχισε ως Αποθήκη Διαβόλου με το όνομα «Κυκεών» να περιορίζεται στην εικονογράφηση του λογότυπου και κατέληξε Διαολαποθήκη.
Η παρουσία του διαβόλου ως συστατικού στοιχείου του τίτλου ή του λογότυπου σατιρικών (και όχι μόνο) εφημερίδων είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο τον 19ο αιώνα σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και την Ελλάδα. Στην Κέρκυρα την ίδια περίοδο περίπου κυκλοφορεί ο Εωσφόρος του Νικολάου Κονεμένου, εφημερίδα με την οποία η Διαολαποθήκη φαίνεται να μοιράζεται κοινές ιδεολογικές θέσεις. Στην Κεφαλονιά θα κυκλοφορήσει αργότερα το Ζιζάνιον του Γεωργίου Μολφέτα και το Τελώνιον του Ανδρέα Σάρλου. Στο λογότυπο του Ζιζανίου πρωταγωνιστεί και πάλι ο διάβολος. Μια εικοσαετία μετά, στην Αθήνα, ο Εμμανουήλ Ροΐδης θα κυκλοφορήσει τη σατιρική και πολιτική εφημερίδα Ασμοδαίος, που παίρνει το όνομά της από έναν δαίμονα της Παλαιάς Διαθήκης και φιλοξενεί ψευδώνυμες συνεργασίες πολλών επιφανών λογοτεχνών και λογίων εκείνης της γενιάς. Ο διάβολος, άλλωστε, ως συμβολική εκφραση του ανεστραμμένου κόσμου της κωμικής-σατιρικής θέασης της πραγματικότητας είναι κοινός τόπος και για πολλές δυτικοευρωπαϊκές σατιρικές εφημερίδες, που αποτελούν πρότυπο για τις αντίστοιχες ελληνικές. Στα λογότυπα της Διαολαποθήκης, ο διάβολος ενίοτε απεικονίζεται στο κέντρο συνοδευόμενος από το μόττο «Le diable et mon droithonni soit qui mal y pense” που παρωδεί τη φράση που αναφέρεται στον θυρεό της βρετανικής μοναρχίας: “Le Dieu et mon droit”. Ο κόσμος της σάτιρας ανατρέπει την κανονική τάξη πραγμάτων καθώς την κοιτάζει από διαφορετική οπτική γωνία, με παραμορφωτικούς φακούς που αποδομούν την πραγματικότητα ή την αποκαλύπτουν με καταλύτη το καυστικό υλικό της σάτιρας.
Ο εκδότης της εφημερίδας, Φερδινάνδος Όδδης, είναι κι αυτός ενδιαφέρουσα περίπτωση, αντιπροσωπευτικό δείγμα του κοσμοπολιτισμού και της κινητικότητας που διέπει τον Ιόνιο χώρο στα χρόνια εκείνα: Κατάγεται από την Περούτζια, γεννήθηκε όμως στη Βενετία το 1836 και σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε στην Κεφαλονιά, καθώς η μητέρα του είχε παντρευτεί τον Κεφαλονίτη γιατρό Γεράσιμο Χοϊδά. Σπούδασε στο αγγλοελληνικό σχολείο του Αργοστολίου με καθηγητή τον εγελιανό φιλόσοφο Ιωάννη Μενάγια. Στην Κεφαλονιά θα μείνει περίπου μέχρι το 1865, χρονιά που παντρεύεται και φεύγει για την Αίγυπτο, όπου θα εργαστεί σε ξενόγλωσσα σχολεία της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, και σταδιακά θα αναδειχθεί σε εξέχουσα φυσιογνωμία της εκεί ελληνικής κοινότητας, αναπτύσσοντας πλούσια συγγραφική, εκπαιδευτική και ανθρωπιστική δράση.
Στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας, όπου συνήθως αναφέρονται οι συντάκτες, συναντάμε και άλλα ονόματα, ωστόσο τα περισσότερα κείμενά της θα πρέπει να έχουν τη συγγραφική υπευθυνότητα του Όδδη. Υπάρχει όμως και ένας πολύ σημαντικός συντάκτης της Διαολαποθήκης ο οποίος υπογράφει όλα τα κείμενά του, δηκτικά, ασυμβίβαστα και επιθετικά συνήθως. Είναι ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος παρότι κατά καιρούς εξέδιδε το δικό του έντυπο, τον Λύχνο, χρησιμοποιεί τις στήλες της εφημερίδας κυρίως για να εξαπολύει μύδρους εναντίον του Κωνσταντίνου Λομβάρδου. Ο Λομβάρδος ήταν ο ηγέτης των Ζακυνθινών ριζοσπαστών, της «μετριοπαθούς» πτέρυγας του ριζοσπαστικού κινήματος που συμβιβαζόταν με το στόχο της Ένωσης με την Ελλάδα χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές και εγκατέλειπε έτσι το όραμα που κυρίως είχαν διατυπώσει οι Κεφαλονίτες ριζοσπάστες, με πρωταγωνιστές τους Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο και Ιωσήφ Μομφερράτο, για κοινωνική αλλαγή. Ο Λασκαράτος πάλι δεν συμφωνούσε ούτε με το ριζοσπαστικό κίνημα ούτε με την Ένωση. Βρίσκει λοιπόν στη Διαολαποθήκη φιλόξενο χώρο για την πολεμική του.
Η ίδια η εφημερίδα συγκαταλέγεται στις «μεταρρυθμιστικές», εκείνες δηλαδή που, σε αντιστοιχία με τις θέσεις της ομώνυμης παράταξης είχαν ως βασική στρατηγική την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στον Ιόνιο χώρο, χωρίς όμως Ένωση με την Ελλάδα.  Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που ενώνει τον Εωσφόρο της Κέρκυρας με τη Διαολαποθήκη της Κεφαλονιάς και τον Λύχνο του Λασκαράτου. Γενικότερα, οι εφημερίδες που είχαν κυκλοφορήσει πριν από την Ένωση χαρακτηρίζονταν από έντονη επικοινωνία μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το νησί στο οποίο εκδίδονταν, καθώς στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και ιδιαίτερα της πολιτικής πρακτικής ο ιόνιος χώρος, παρά τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των νησιών, αντιμετωπιζόταν ως ολότητα. Έτσι θα βλέπουμε συχνά και στη Διαολαποθήκη δηλητηριώδη σχόλια που αναφέρονται σε άλλες επτανησιακές εφημερίδες της εποχής, ιδίως βέβαια αυτές που πρεσβεύουν αντίθετες θέσεις. Αυτή η επικοινωνία θα περιοριστεί δραματικά στο διάστημα μετά την Ένωση.
Η Διαολαποθήκη είναι λοιπόν εφημερίδα που απευθύνεται στο κοινό όλων των Επτανήσων και όχι μόνο της Κεφαλονιάς και αυτό μοιραία επηρεάζει τη θεματολογία της. Όπως το σύνολο των εφημερίδων εκείνης της εποχής και παρά τον σατιρικό της χαρακτήρα είναι εφημερίδα πολιτική. Είναι δηλαδή περισσότερο εφημερίδα του δρόμου και της πλατείας παρά του σαλονιού –  της πολιτικής διάδρασης και όχι του ιδιωτικού βίου. Το βλέμμα της είναι στραμμένο τόσο στον ιόνιο πολιτικό στίβο, με βασικό άξονα την ιδιότυπη σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο διελκυστίνδα που αφορά την Ένωση όσο και προς το Ελληνικό Βασίλειο. Από την εφημερίδα δε λείπουν, ασφαλώς, θέματα που αφορούν και την τοπική επικαιρότητα, κυρίως πολιτική, αλλά και σε πολύ μικρότερο βαθμό, αυτό που θα κυριαρχήσει στις επόμενες δεκαετίες στον ελληνικό χώρο: αναφορές στην καθημερινότητα των ανθρώπων, νεκρολογίες, στιχουργήματα, ενώ δίνεται βήμα σε πρόσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Βαπτιστής Σάββα Άννινος για να απαντήσουν σε δημοσιεύματα που γίνονταν είτε σε τοπικές εφημερίδες είτε σε μονόφυλλα.
Η σάτιρα της Διαολαποθήκης πιστεύουμε ότι θα άξιζε περισσότερης προσοχής από αυτήν που της έχουμε μέχρι σήμερα δώσει, αν δεν την δούμε απλά ως μοναχική προσπάθεια με μικρή κυκλοφοριακή απήχηση και κακοπληρωτές συνδρομητές (ο Όδδης απευθύνει κατά καιρούς σπαρταριστές εκκλήσεις σε όσους χρωστούν τη συνδρομή του, όπως άλλωστε κάνει και ο Λασκαράτος για τον Λύχνο), αλλά αν την εντάξουμε σε ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικής πράξης στο οποίο η επικοινωνία – ο δημόσιος λόγος  αποτελεί βασική στρατηγική. Ο ριζοσπαστισμός, αλλά και οι αντίπαλοί του, χρησιμοποιούν ως όπλο τον δημόσιο λόγο, την επικοινωνία – ένα πολύπλοκο δίκτυο δημιουργείται ανάμεσα στα νησιά, αποτελούμενο από εφημερίδες, φυλλάδια, δημόσιες παρεμβάσεις στην Ιόνιο Βουλή, δίκτυο που συνδέεται πολλαπλά τόσο με τη δυτική Ευρώπη όσο και με τον ελληνικό χώρο. Η Διαολαποθήκη σ’ αυτό το δίκτυο διαδραματίζει τον ρόλο του κωμικού  σχολιαστή.
Στηριγμένος στην ιδιότυπη έφεση του κεφαλληνιακού χώρου στη σάτιρα, ο Όδδης, χωρίς στην πραγματικότητα να επινοεί κάποια καινοτόμο κωμική στρατηγική, αξιοποιεί με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο και εντάσσει στο επτανησιακό περιβάλλον πολλές τεχνικές παραγωγής του κωμικού αποτελέσματος.
Η κυριότερη τεχνική του είναι η παρωδία άλλων λογοτεχνικών ειδών. Το θέατρο πρόζας και το μελόδραμα χρησιμοποιούνται για να σατιριστούν πρόσωπα και πράγματα της επικαιρότητας: «Αι δύο τελευταίαι ώραι της ΙΑ΄ Ιονίου Βουλής. Μελόδραμα κωμικοπολιτικόν μονόπρακτον. Μουσική της τελευταίας πράξεως της Τραβιάτας».[1] Αναφέρεται στο τέλος της περίφημης ενδέκατης Ιονίου Βουλής.
Εκτός από τα λογοτεχνικά είδη, παρωδούνται και διαφόρων ειδών επίσημες διαδικασίες: Τα πρακτικά της Ιονίου Βουλής, τα κάλαντα,  ή ακόμη και αναφορές στον Αρμοστή των Ιονίων Νήσων: Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο παράδειγμα δήθεν αναφοράς κατοίκων του Ληξουρίου προς τον Αρμοστή σχετικά με την απόσυρση φρουράς 100 στρατιωτών από την πόλη, που εκτός των άλλων αποστέρησε την πόλη του Ληξουρίου από μία …τρομπέτα που είχε αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής της πόλης.[2]

Ομπρός στην αυτού εξοχότητα το Λορδ Μεγάλο Αρμοστή
Αναφορά και παράπονα των κατουρρειμένων κατοίκων Ληξουρίου για 100 στρατιώτες και 1 Τρουμπέτα.
Μυλορδ!
Ούλα ούλα οι Γροστολιώτες- Οι Γροστολιώταις θέατρο  οι Γροστολιώτες Θυλακαίς – Οι Γροστολιώτες φανάρια – οι Γροστολιώτες σπιανάδα – Οι Γροστολιώτες καμπάνα – οι Γροστολιώτες έπαρχο […] και εμάς ή τίποτζι δε μας στέρνεται, ή μας στέρνεται και μας έχετε πράμματα πούνε χειρότερα από τίποτζι! Μα υπομονή για τα’ άλλα, μα ως και τους πενήντα δύο στρατιώτας που μας εστέρνετε μας τους ασηκόσετε; … μα ως και την Τρουμπέτα που μας είχετε να μας την πάρετε; Την τρουμπέτα εκείνη, πούτανε η διασκέδασί μας, ο γλεντζές μας και το αθώο μας ξέδομα! […] Τα μαθηταρούδια επηένανε σκολιό τους με την Τρουμπέτα. Εγευόμαστε, εδειπνούσαμε και επέφταμε με την Τρουμπέτα! Μίαν αρκόντησσα εμήναε  τσ’ αλληνής πολλά προσκυνηματα και πως, αν ήτανε σπήτι το απόγιομα, με την Τρουμπέτα, ήθε πάει ναν την επισκεφθή. […] Και του ζητούν να τους φέρει πίσω την τρουμπέτα, μαζί με 100 στρατιώτες, γιατί «στο κάτου κάτου τση γραφής ημπορεί να τύχη και καμμία επανάστασι! Οι Ληξουριώτες, καθώς γνωρίζεις, είμαστε έμου και πολλοί, έμου και αψιοί, μα με 100 στρατιώτες ομπρός και μια Τρουμπέτα οπίσωθε μάς κάνεις ό,τι θέλεις!» και ζητούν την καλοκαγαθία του και την εύνοιά του κλείνοντας «Νάχης γεια και χαρά και την Κυρά την Περλιγκού Βοήθεια!»

Η γλώσσα της Διαολαποθήκης παρουσιάζει επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον: Εκτός από την τοπικό ιδίωμα που είδαμε στο προηγούμενο κείμενο, και την γλώσσα των στιχουργημάτων που δημοσιεύονται στην εφημερίδα και είναι, κατά την παράδοση της επτανησιακής σχολής, δημοτική, στα κείμενα του πεζού λόγου συναντάμε με την ίδια συχνότητα κείμενα και σε καθαρεύουσα, ακόμη και στην ιταλική γλώσσα, όταν ο σκοπός της σάτιρας το απαιτεί. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα που σατιρίζει τις ευεργετικές παραστάσεις που δίνονταν στα θέατρα προς τιμήν καλλιτεχνών ή για φιλανθρωπικούς σκοπούς – εδώ η σάτιρα φοράει τα ρούχα ενός θεατρικού προγράμματος – και το αποδομεί με τον διαλυτικό της τρόπο:
«Θέατρον ο Βουκέφαλος: Ατακτοτάτη, γελοιωδεστάτη και σκανδαλωδεστάτη παράστασις […]». Το ρεπερτόριο είναι και αυτό αποδομημένο: «Χορός εκ της μελοκωμωδίας “Όπου έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα” εκτελεσθησόμενος υπό των Βρακιβελάδων, δια του χρυσαργύρου ήχου παντοίων νομισμάτων βροχιδόν ριπτομένων επί του δίσκου». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τέταρτο μέρος της εκδήλωσης, όπου παρουσιάζεται στο κοινό το πορτραίτο της τιμώμενης καλλιτέχνιδος, το οποίο προκαλεί την αντίδραση του κοινού «Επευφημίαι και ανθοβολαί προς την ευεργετουμένην -  σφυρικτικαί επιδείξεις εκ μέρους παίδων και παλιμπαίδων» που φαίνεται να οδηγούν στο κλείσιμο του θεάματος δια «τραγικωμικής επεμβάσεως της αστυνομίας»
            Η σάτιρα χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να μασκαρευτεί. Και κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί την καταλληλότερη εκδοχή της γλώσσας. Αυτές οι εναλλαγές δημοτικής και καθαρεύουσας είναι και από μόνες τους ενισχυτικές για το κωμικό αποτέλεσμα.
            Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς στα κείμενα της Διαολαποθήκης σε ποιο σημείο σταματάει το «σοβαρό» και που ξεκινάει η «σάτιρα». Ο κόσμος που συνθέτει είναι τόσο τραγελαφικά φτιαγμένος που μοιάζει με σουρεαλιστική εικόνα. Ολόκληρη η εφημερίδα μοιάζει να διαδραματίζει στον τοπικό τύπο αυτό που διαδραμάτιζε για μια κλειστή, αγροτική ή αστική κοινωνία, το καρναβάλι. Τα ανώνυμα άρθρα της εφημερίδας «ντύνονται» τις στολές άλλων κειμένων, θεατρικών, διαλογικών, ειδησεογραφικών, πολιτικών όπως οι άνθρωποι ντύνονται τις αποκριάτικες στολές τους, δημιουργώντας μια πραγματικότητα παρένθετη στην πραγματική πραγματικότητα. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει γιατί πρέπει αυτή την πραγματικότητα κανείς να μπορεί να την αντέξει.
            Αν στην περίπτωση των κειμένων του Λασκαράτου η σάτιρα λειτουργεί περίπου ως τρομοκρατική πράξη, επιχειρώντας να ανατρέψει τα κοινωνικά δεδομένα, στην περίπτωση του Όδδη και των υπόλοιπων κειμένων της Διαολαποθήκης η σάτιρα αυτή, λόγω και της πολιτικής θέσης της εφημερίδας μοιάζει να είναι δικλείδα ασφαλείας του συστήματος. Όπως η Αποκριά ήταν για αιώνες τρόπος εκτόνωσης της κοινωνίας ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να αντέξουν τους αυστηρούς ηθικούς της κανόνες, έτσι και εδώ η σάτιρα λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός επιβίωσης σε ένα σύστημα που ήταν αναγκαίο να μεταρρυθμιστεί, αλλά ταυτόχρονα ήταν βέβαιο ότι κατέρρεε.
            Είναι σίγουρο ότι από τη δύναμη της σάτιρας της εφημερίδας έχουμε χάσει οριστικά ένα μεγάλο μέρος, καθώς όσο κι αν ο ερευνητής προσπαθήσει, είναι αδύνατο να αποτυπώσει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν τα συγκεκριμένα κείμενα στη συγκεκριμένη κοινωνία και με τη συγκεκριμένη επικαιρότητα.
Ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο παράγεται, την ιδεολογία από την οποία εμφορείται ή το αποτέλεσμα που τελικά επιτυγχάνει η σάτιρα αυτή, δεν μπορεί κανείς να μη διακρίνει στη Διαολαποθήκη τα χαρίσματα και τις αρετές της κεφαλονίτικης σάτιρας – αυτής που άνθισε μέσα στον Λασκαράτο αλλά και διακλαδώθηκε σε πολλές και ποικίλες εκδοχές της, έντεχνες και λαϊκές, προχωρώντας, όχι με αντίστοιχη δυναμική αλλά οπωσδήποτε με εμφανή τα κληρονομικά της χαρακτηριστικά, για πολλές δεκαετίες.
Αν η Διαολαποθήκη ήταν η «αποκριάτικη ενδυμασία» του ιόνιου χώρου,  ο Όδδης ίσως αισθανόταν ότι αυτή η ενδυμασία ίσως ήταν πιο αληθινή από την εικόνα που παρουσίαζαν τα σοβαρά και μεγάλης απήχησης έντυπα. Ή να υποψιαζόταν ότι τελικά μπορεί και να ίσχυε το αντίθετο. Ότι οι μάσκες ίσως και να είναι περιττές μπροστά στην πραγματικότητα. Μ’ αυτόν τον προβληματισμό, που εκφράζεται στην τελευταία στροφή ενός σατιρικού στιχουργήματος που δημοσιεύεται στη Διαολαποθήκη, θα κλείσουμε απόψε, διερωτώμενοι μήπως τελικά  η πραγματικότητα ξεπερνά πια τη σάτιρα…

Πλην τις η ανάγκη -  για τα καρναβάλια
Να αλλάξτε ρούχα – μούτρα και κεφάλια;
Έχετε μουσούδες, οπού είνε λες
Όλαις καμομένες – για τση Τυριναίς!
Ξεμπαρμπουτομένοι – σαν μπορεί να βγήτε
Μη μασκαρωθήτε!
19-5-2011
Αργοστόλι -ΤΕΙ Ιονίων Νήσων
(εκδήλωση στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας με αφορμή την επέτειο της Ένωσης της Επτανήσου)
Ηλίας Α. Τουμασάτος


[1] Η Διαολαποθήκη, τόμ. Δ΄, αρ. 48, 14 Δεκ. 1861, σσ. 1-2.
[2] «Ομπρός στην Αυτού Εξοχότητα τον Λορδ Μεγάλο Αρμοστή», Αποθήκη Διαβόλου, τόμ. Β΄, αρ. 17, 16 Ιουν. 1860, σσ. 1-2.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα