Από τα παλιά, για έναν νέο ποιητή: Δημήτρης Αθηνάκης

Έχω λόγο που ανατρέχω πάλι σ' ένα παλιό κείμενο, λόγο πολύ πιο σημαντικό από την έλλειψη παρούσας έμπνευσης. Νιώθω πως ειδικά σ' αυτούς τους καιρούς έχουμε τόσο πολύ ανάγκη να ερχόμαστε σε επαφή με τη δουλειά ανθρώπων που εκπέμπουν φως, που θα άξιζε πραγματικά να μιλάμε γι' αυτούς, αντί για άλλους. Δε βαριέσαι, το καλό είναι πάντα σιωπηλό, όπως ο αέρας που αναπνέουμε, ή το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας. Δεν το ακούμε... Μα χωρίς το καλό, δεν ζούμε.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους - είχα τη χαρά να γνωρίσω το έργο του, μέσα από κείμενα που αναρτούσε στο διαδίκτυο. Ήταν εξαιρετική η συγκίνηση να βλέπεις τόση δύναμη και τόσο φως στη γραφή ενός τόσο νέου ανθρώπου... Τότε, λοιπόν, πέντε χρόνια πριν, (7-9-2007) ανέβασα στο μπλογκ που είχα τότε ένα κείμενο για τον Δημήτρη. Ένα χρόνο μετά είχα την χαρά να τον γνωρίσω και από κοντά, να γνωρίσω έναν ποιητή που γεννιόταν από κοντά.  Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, η χαρά μου είναι ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί αυτό που αισθάνθηκα τότε για τη γραφή του Δημήτρη βγαίνει αληθινό. Ναι, ο Δημήτρης είναι αληθινός ποιητής. Τύπωσε ένα ποιητικό βιβλίο ("χωρίσεμεις"), δημοσίευσε μεταφράσεις, επιμελήθηκε εκδόσεις (σε 34 βιβλία βρήκα την υπογραφή του σ' ένα πρόχειρο ψάξιμο), τα κριτικά του κείμενα δημοσιεύτηκαν σε σημαντικές εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά... Αλλά και στο διαδίκτυο (http://athinakisdimitris.wordpress.com) μπορεί κανείς να δει το λόγο του Δημήτρη να ξεδιπλώνεται.

Κάποια στιγμή θα γράψω πιο πολλά για τον Δημήτρη. Κάποια στιγμή, που θα μπορώ να γράψω λίγο καλύτερα από τώρα. Για την ώρα, θά 'θελα να υπάρξει ξανά στο δίκτυο εκείνο το πρώτο κείμενο, εκείνο που και σήμερα, έχοντας δει την πορεία του Δημήτρη στο χρόνο που μεσολάβησε, θα το ξανάγραφα ευχαρίστως. Γιατί από τις πιο μεγάλες χαρές στη ζωή μου είναι όταν συναντιέμαι με μαγικές λέξεις. Και, ακόμα πιο πολύ, όταν βλέπω τους μαθητές μου να πειραματίζονται με τις λέξεις, νομίζω ότι αισθάνομαι το πιο υπέροχο χτυποκάρδι του κόσμου...

Έλα στο φως! 


Είναι καιρός που με βασανίζει η ιδέα για αυτό το ποστ. Όχι γιατί έχω την παραμικρή αμφιβολία για αυτά που πιστεύω. Τα πιστεύω, και παίρνω όλη την ευθύνη γι' αυτά, και δε με νοιάζει τί μπορεί να σκεφτεί κανείς διαβάζοντάς αυτό το κείμενο. Εγώ, νιώθω την ανάγκη να το κάνω.

 Πρώτη φορά γράφω για κάποιον που δεν έχω διαβάσει ούτε μια τυπωμένη σελίδα του... Τα κείμενά του που ξέρω έχουν άϋλη μορφή - πιξελάκια στην οθόνη μου. Χθες το βραδάκι, μετά το σχόλασμα, κάθισα και ξαναδιάβασα από την αρχή τα (περίπου πενήντα) κείμενά του - καλό δείγμα, θα μού πείτε. Διαπίστωσα πόσο άδικο είναι αυτό το μέσον, πόσο σκληρή είναι η οθόνη του υπολογιστή που μάς κάνει να διαβάζουμε χιαστί, να μη δίνουμε δεύτερη ευκαιρία στη φράση να ανασάνει, να μας κερδίσει. Κάθε φορά με κέρδιζε πιο πολύ. 

 Είναι άτιμη η εποχή μας. Από τη μια νιώθω πως οι γενιές από τη δικιά μου (τους τριάντα κάτι) και κάτω προχωράει βιαστικά να κατακτήσει έναν κόσμο χωρίς κανένα έρμα στο αμπάρι της. Πέντε έξι χρόνια που εδώ, στον μικρό μου τόπο, ανακατεύομαι με συνέδρια, μελέτες και λοιπές φιλολογικές πατάτες, όποτε έρχομαι αντιμέτωπος με οποιοδήποτε τέτοιο θέμα, με τρόμο διαπιστώνω την τρομακτική μου άγνοια και ανεπάρκεια - την απόλυτη έλλειψη υποδομής. Φοβάμαι πώς δεν είμαι μόνο εγώ που περπατάω ξυπόλητος στ' αγκάθια. Με σημαία την ημιμάθεια και τη βιασύνη προχωράμε οι πιο πολλοί. Το καλύτερο που πετυχαίνουμε είναι να είμαστε μέτριοι «πασαλειμματέρ». Ένα το κρατούμενο. Από την άλλη, εμείς οι ίδιοι, που κάποτε ονειρευτήκαμε πως θα ζήσουμε από τα γραφτά μας, και που βλέπουμε πως τα χρόνια ψιλοπερνάνε, και διαπιστώνουμε ότι ο κόσμος μπορεί να γυρίζει και χωρίς να θριαμβεύει η ανερμάτιστη γραφίδα μας, βγάζουμε ένα απίστευτο κόμπλεξ απέναντι σε ό,τι μπορεί να μη βιάζεται αλλά να έχει ουσία - κλείνουμε τα μάτια ακόμη και στην πιθανότητα να υπάρχει κάτι καλό μετά από μας, το αποκλείουμε, το εξαφανίζουμε. Δύο τα κρατούμενα. Και τρίτο (και όχι καινούριο), είναι κοινός τόπος ότι αυτό που προελαύνει ακάθεκτο πανταχού είναι η πόζα, η μούρη, η δηλητηριώδης γλώσσα, ο επιτηδευμένος κενός σαρκασμός, η χολή απέναντι σε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας και αποτελεί εύκολο στόχο. Για να φανούμε, να δειχτούμε διαγωνιζόμαστε: ποια γλώσσα είναι πιο διχαλωτή;

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θαύμα να βλέπεις έναν νέο άνθρωπο να λάμπει και να  σε κατακτά με τα κείμενά του χωρίς να συντρέχουν στο πρόσωπό του τα παραπάνω «κρατούμενα».

Πρώτον, όταν διαπιστώνεις ότι έχει σοβαρή θεωρητική υποδομή και γνώσεις και ότι κάτω από αυτό που διαβάζεις υπάρχει βέβαια το απαραίτητο ένστικτο (που κάποιοι το λένε ταλέντο) αλλά ακόμα παρακάτω υπάρχει και πολύ διάβασμα, πολύ κρισάρισμα, πολλά ξενύχτια, πολλά ζυγιάσματα ακριβείας. Δεν αρκεί να έχει ευκολίες κανείς για να λάμψει - πρέπει νά ‘χει προετοιμάσει καλά το χωράφι για χαρεί τον καρπό του όχι μόνο στην πρώτη σοδειά, αλλά και στις επόμενες. Πρέπει να έχει βασανίσει τα κείμενά του και να έχει βασανιστεί ο ίδιος, για να μπορεί να σού περιγράψει μια διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, την ιστορία μιας γυναίκας-ξωτικού που χάθηκε και ξαναγύρισε το ίδιο ξαφνικά. Ενστικτωδώς, μπορείς να πιάσεις ότι τα κείμενά του έχουν πολλά στρώματα μπογιάς - μελέτης και συνθετικής σκέψης από κάτω. Συνήθως αυτά χρειάζονται δεκαετίες μελέτης, αυτός θέλει κάμποσα χρόνια για να φτάσει τα τριάντα. Συνήθως αυτά προϋποθέτουν πολύχρονες και επίπονες σπουδές έξω, αυτός φαίνεται να τό ‘χει, χωρίς στο βιογραφικό του να διαβάζουμε εντυπωσιακές αναφορές στα πανεπιστήμια που κάποτε όλοι ονειρευτήκαμε να φοιτήσουμε.

Έπειτα, όταν καταλαβαίνεις ότι, παρότι είναι τόσο μικρός, δεν αισθάνεται την ανάγκη να σταθεί απέναντι σε ό,τι κυριαρχεί στη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα για να αυτοπροσδιοριστεί. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να κατεδαφίσει το παρελθόν για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Με «κατεβασμένο κεφάλι» (προσφιλής του έκφραση, και ελπίζω όχι στάση ζωής) αγκομαχάει πάνω από τα κείμενα προσπαθώντας να τα ξεκλειδώσει, να βρει πού κρύβεται το μέλι πίσω από τις λέξεις.

Τέλος, όταν καταλαβαίνεις, κι αυτό είναι προς τιμήν του, ότι έχει αποφασίσει να μην παίξει καθόλου το παιχνίδι της διχαλωτής γλώσσας. Με εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα όταν μας παρουσιάζει καινούρια βιβλία, ο τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζει. Ξεπερνάει το αυστηρά φιλολογικό του πράγματος, που μας κατατρέχει καμμιά φορά όλους όσοι έχουμε τέτοιου τύπου σπουδές. Νιώθεις ότι αγαπάει τη λογοτεχνία ανυπόκριτα κι επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις αρετές της, όπου εκάστοτε υπάρχουν - και καταφέρνει (παρ' ότι τόσο μικρός, το ξαναλέω) να μην αφήνει ούτε το συναίσθημά του (που ποτίζει έτσι κι αλλιώς τα κείμενά του) να παρεμποδίσει το κριτικό του πνεύμα, ούτε τον ορθολογισμό της κριτικής του ματιάς να πνίξει το συναίσθημά του.

Είναι πρόδηλο πως ο νέος μας αγαπάει τους συγγραφείς, όσο αγαπάει και τη λογοτεχνία. Κι αυτό το βλέπουμε από τις συνεντεύξεις που μας έχει χαρίσει. Παίζει μαζί τους γοητευτικά παιχνίδια, που δεν αναδεικνύουν τη δικιά του ευφυία, αλλά μας αφήνουν να γνωρίσουμε καλύτερα τα πρόσωπα που εμείς οι άλλοι γνωρίζουμε μέσα από τα διαβάσματά μας. Στις συνεντεύξεις του δεν επιχειρεί να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος, όπως βλέπουμε να συμβαίνει κατ' επανάληψιν με φίρμες της  δημοσιογραφικής και κριτικής μας νομενκλατούρας. Κουρδίζει το ρολογάκι του, κάθεται στην πλατεία, πετάει δυο τρία τραπουλόχαρτα πάνω στη σκηνή, κι ύστερα ανάβει τις λάμπες του πάνω τους, για να τους μάθουμε καλύτερα.

Είναι πολύ δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο με κάποιον που θέλει να ασχολείται με την κριτική (μια και έχει εσφαλμένα πρυτανεύσει η άποψη ότι όσο μεγαλύτερο φτυάρι έχεις τόσο καλύτερος κριτικός είσαι), ιδιαίτερα όταν κι ο ίδιος καταπιάνεται με τη δημιουργική γραφή. Εκεί ο νέος μας  βγάζει τα ρούχα του κριτικού και του θεωρητικού και εκτίθεται ενώπιόν μας με όλο το συναίσθημα, την ορμή και την (κάποτε άγρια) τρυφερότητα της ηλικίας του. Μόνο που όλα αυτά τα έχει περιτυλίξει σε μια γραφή ώριμη, σίγουρη, που όμως δεν είναι στρογγυλεμένη, έχει γωνίες, σε πονάει, σε καρφώνει, αλλά ξέρεις πως κρύβει μέσα της τόση ζωή, που ξεχνάς τον πόνο και καμαρώνεις την ομορφιά.
Τότε καταλαβαίνεις ότι ο άνθρωπος αυτός είναι «τελειωμένος» (τέλειος) ποιητής - νιώθεις ότι δρασκελίζει τις ανωφέρειες του Παρνασσού τόσο γρήγορα και με τόση άνεση, σαν μαραθωνοδρόμος που ξέρει πως θα κερδίσει, μα αγωνίζεται με την ίδια χαρά και το ίδιο πάθος σαν να είναι ο τελευταίος απ' όλους. Κι αυτή τη ματιά του ποιητή την βλέπουμε κι όταν αποφασίζει να σεργιανίσει στην πόλη, να περιγράψει μια γιορτή, έναν τόπο, να αποτυπώσει στη γραφή του μια στιγμή που μπορεί για την αιωνιότητα να είναι μέχρι και αδιάφορη, όμως την κάνει ωραία και σημαντική η ποιητική του ματιά.

Μπορεί να πιστεύετε ότι είμαι υπερβολικός όταν γράφω τέτοια πράγματα για κάποιον που μόλις ανοίγει τα φτερά του. Ίσως έχετε δίκιο. Ωστόσο, ελάτε στη θέση μου. Όταν μετά από χρόνια διαβάζεις κείμενα που σού φωνάζουν ότι έρχεται κάτι πολύ σπουδαίο, ένα κύμα που δεν ξέρεις πώς, πού, πότε, αν θα σκάσει, αλλά εκεί που γεννιέται έχει μια τεράστια δυναμική, που δεν θυμάσαι να σ' έχει ξαναχτυπήσει ποτέ τα τελευταία χρόνια... Όταν για χρόνια διαβάζεις κείμενα που μοιάζουν τόσο ίδια μεταξύ τους και ξάφνου σκάει μύτη κάτι τόσο διαφορετικό, που σε αναστατώνει και σε μαγεύει περίεργα, εσένα, που τώρα είσαι τόσο κουρασμένος και παραιτημένος για να έχεις διάθεση να κυνηγήσεις το καινούριο, και το καινούριο παρουσιάζεται μπροστά σου, στην οθόνη σου, με τόση ορμή και ενθουσιασμό, τί θα κάνεις; Θα σωπάσεις; Ή θα φωνάξεις;

Πάντα συγκινούμαι όταν ανακαλύπτω κείμενα που θάλλουν, που σε αγγίζουν, που έχουν μια ανείπωτη, μυστική δύναμη. Συνήθως τα ανακαλύπτω κατόπιν εορτής. Ορφανά κι άγνωστα, να περιμένουν συχνά κάποιους αιώνες κάποιον να τα ξεκλειδώσει και να τ' αγαπήσει. Από τα πολύ λιγοστά πράγματα που μου δίνουν πραγματική χαρά είναι να μπορώ να ξέρω ότι το διαμαντάκι που βρήκα το έγραψε κάποιος που μπορώ να του πω πόσο τον θαυμάζω, και γι' αυτό που είναι τώρα, και για τη δυναμική που δείχνει, και γι' αυτό που εύχομαι να γίνει στο μέλλον.

Είμαι σίγουρος ότι ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι αληθινός ποιητής (κι όλα τα άλλα ακολουθούν, χωρίς να υπολείπονται, αλλά καθορίζονται από την ποιητική του περσόνα). Είμαι σίγουρος ότι καταλάβατε πως γι' αυτόν σας πολυλογάω τόση ώρα. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που βλέπω να βλασταίνει στην Lifoland κάτι τόσο εξαιρετικό (με όλες τις σημασίες της λέξης). Στ' αλήθεια δεν ξέρω αν ο καιρός, οι συγκυρίες, η ίδια του η φύση, όλο το υπόλοιπο συνάφι, θα αφήσουν τον Δημήτρη να λάμψει τόσο όσο του αξίζει. Θα είναι κρίμα αν αυτό το βλαστάρι δεν το δούμε ανθισμένο και ανδρωμένο όπως του πρέπει, στο μέλλον. Σε κάποιο σχόλιό μου σε ένα δικό του ποστ τού είχα πει ότι είναι καταδικασμένος να λάμψει, έστω και καιόμενος, ενίοτε, καθώς έλκει και εκπέμπει φως. Δεν υπερβάλλω. Το πιστεύω. Πιστεύω σ' αυτόν πολύ. Και είναι συναρπαστικό (ρωτήστε τους αστρονόμους) να βλέπεις τις εκρηκτικές διαδικασίες με τις οποίες γεννιέται ένα άστρο. Αλλά θες να το δεις και ψηλά στον ουρανό. Μακάρι.

Θα ήθελα να μπορούσα να κάνω πιο πολλά γι' αυτόν, αλλά δυστυχώς δεν έχω καμμιά άλλη δυνατότητα εκτός απ' αυτό το φλύαρο και ενθουσιώδες ποστ. Γιατί στη ζωή μου δεν ζήλεψα και δεν καμάρωσα τίποτα άλλο παρά μόνο μουσικές και, ιδίως, κείμενα, που, καθώς τα ξεκλειδώνεις, ένα παράξενο φως ξεχύνεται και γεμίζει και τον δικό σου κόσμο με τη χαρά της ανακάλυψης ενός απολεσθέντος παραδείσου (αυτό μάς έλεγε ένας αγαπημένος δάσκαλος ότι είναι η ποιητική εμπειρία...)

Δημήτρη, ξέρω πως νιώθεις πολύ άβολα - θα μπορούσα να γράφω για ώρες ακόμα, σταματάω εδώ, με την ψυχή ξαλαφρωμένη. Κράτα το φως σου ανοιχτό, και μη φοβάσαι τίποτα.
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα