Φεγγάρι εδώ, φεγγάρι εκεί...




Το φωτισμένο Αργοστόλι ερχόταν όλο και πιο κοντά και το φεγγάρι ήταν ήδη ψηλά. Δεύτερη φορά τούτο τον Αύγουστο ήταν γεμάτο. Το μπλε βατράχι (το αμάξι μου) με είχε πάρει λίγο νωρίτερα από μια γιορτή αγαπημένων φίλων – εκεί είχα τη χαρά να πάρω για λίγο στην αγκαλιά μου το μωράκι τους. Όσοι έχετε κρατήσει ένα μωρό στην αγκαλιά σας (κατά προτίμηση ήσυχο) φαντάζομαι ότι το έχετε νιώσει αυτό το φανταστικό συναίσθημα της ζωής που με μικρά ματάκια εξερευνά αυτόν τον τεράστιο περίεργο κόσμο. Και για εκείνη τη στιγμή, που ο κόσμος όλος είναι η δικιά σας αγκαλιά, ίσως έχετε νιώσει κι εκείνο το άλλο, περίεργο συναίσθημα, που κλείνεται όλο σε μια ερώτηση: Τι είδους κόσμο θα γνωρίσουν αυτά τα ματάκια;

Περνούσα από τη Λάση, την πολυσύχναστη το καλοκαίρι τουριστική περιοχή, λίγο έξω από τη μικρή μας πόλη. Φώτα, φασαρία ανακατεμένη με παράταιρες μεταξύ τους μουσικές, κτίρια κι αυτά παράταιρα, άνθρωποι, ζωή. Αυτή είναι; Το μπλε βατράχι διέσχισε τη μεγάλη ευθεία, σαν να περνάει ανάμεσα σε χαρούμενες σειρήνες και πλαστικές συμπληγάδες… Δεν είναι αργά, προλαβαίνεις.

Ο κήπος του Κώστα Ευαγγελάτου, καθώς ανηφόριζα προς το πατρικό του σπίτι, την “Villa Ροδόπη” που το έχει με μεράκι μετατρέψει σε χώρο τεχνών, ήταν κι αυτός φωτισμένος. Μα ήταν άλλα τα φώτα που είχε. Αλλιώτικα απ’ αυτά που είχα προσπεράσει πριν (είχε βάλει το χεράκι του ο Μάκης Ιακωβάτος). Ο Κώστας μάς είχε καλέσει για άλλη μια φορά στον κήπο του, όπως κάνει κάθε αυγουστιάτικη πανσέληνο.  Δεν πρόλαβα (εξαιτίας του αγαπητού μου μπέμπη) να ακούσω την ιστορικό τέχνης Μαράη Γεωργούση να μιλάει για το εικαστικό έργο του Κώστα. Δεν πρόλαβα καλά καλά να δω την έκθεση (ποτέ δεν προλαβαίνω, πάντα τη βλέπω και τη χαίρομαι κάποια άλλη, πιο ήσυχη μέρα). Ο κόσμος είχε κατεβεί ήδη από τον χώρο της έκθεσης, κι είχε συγκεντρωθει στην καρδιά του κήπου, τη μωβ σκηνή όπου θα ακολουθούσαν τα καθιερωμένα πια, καλλιτεχνικά δρώμενα. Ο Σπύρος Ανδρέας-Παπαδάτος, ηθοποιός και θεατρολόγος, παρουσίασε μια σπουδή του πάνω στον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, κι αμέσως μετά, η μαέστρος της Φιλαρμονικής Αλεξία Μαρτσέλου, στο πιάνο και ο πολύ νέος (και, όπως φαίνεται, πολύ ταλαντούχος) μουσικός Φοίβος Μποζάς  με το σαξόφωνό του, ερμήνευσαν την αγαπημένη Σονάτα του Σεληνόφωτος.

Δεν θέλω να βάλω επίθετα, χαρακτηρισμούς και κρίσεις, δεν γράφω αυτό το σημείωμα γι’ αυτό, μακριά από μένα η γραφίδα του κριτικού. Θέλω να πω απλά ότι ήταν όμορφα… Κι αυτή η ομορφιά που ξεπηδούσε από την ψυχή των ερμηνευτών, έβρισκε ένα πρόσφορο περιβάλλον για να καρπίσει: Πρώτα-πρώτα τον χώρο, τον οποίο ο Κώστας έχει επιμεληθεί με τέτοια αγάπη, αισθητική και λεπτότητα που έχει πλέον αποκτήσει την ιδιαίτερη, μοναδική δυναμική του, έχει γίνει πραγματικά γίνει αυτό που (με τόση ευκολία, σε άλλες περιπτώσεις) λέμε «σημείο αναφοράς» για τη μικρή μας πόλη. Κι έπειτα, τους ανθρώπους. Ανθρώπους πολλούς, και προερχόμενους από διάφορους χώρους. Από την πολιτική, από την επαγγελματική ζωή του τόπου, από τους πνευματικούς ανθρώπους, από τους καλλιτέχνες, από τους γείτονες και φίλους του Κώστα. Ένα πολύβουο μελίσσι ανθρώπων που συναντιέται μπροστά στη μωβ σκηνή, που μόλις τελειώσουν τα δρώμενα θα γίνει μια μεγάλη παρέα, μια ιδιότυπη «αγορά» με ενδιαφέροντα «πηγαδάκια», με συζητήσεις που  διαρκούν ώρες πολλές φορές, με γέλια και αστεία, κι έναν Κώστα αεικίνητο, να αλωνίζει τον κήπο και τον χώρο της έκθεσης (ειλικρινά θα πρέπει να εφοδιαστεί μ’ έναν μετρητή χιλιομέτρων για να δούμε πόση απόσταση διανύει εκείνο το βράδυ), να φωτογραφίζει, να ατακάρει, να τροφοδοτεί τη συζήτηση… Νιώθω ότι ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους, υπάρχει μια αόρατη γραμμή, ένας συνδετικός ιστός: η ανησυχία. Όχι με την κακή έννοια, αυτή του φόβου ενός αναπόφευκτου κακού, που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια όλων μας. Αλλά ανησυχία με την έννοια της κινητικότητας, του προβληματισμού, της δράσης. Αυτή η ανησυχία που πάει τον κόσμο μπροστά, που κεντρίζει κάθε επαναπαυμένη συνείδηση και της δίνει αφορμές –αφορμήσεις για να κάνει «κάτι». Ή, τουλάχιστον, να σκεφτεί.

Θυμάμαι τους ανθρώπους που ανέβηκαν στη μωβ σκηνή όλα αυτά τα χρόνια που έρχομαι στις Πανσελήνους του Κώστα (ενδεικτικά θα αναφέρω, ας μη με παρεξηγεί κανείς αν τον παρέλειψα): Θυμάμαι τον Νίκο Γαρμπή (που και φέτος συνέβαλε «από τα παρασκήνια» στη βραδιά) να μας παρουσιάζει την ιδιαίτερα όμορφη μουσική του από το δαχτυλιδόφωνο, τον Γιώργο Κακή να ερμηνεύει, τη Θάλεια Προκοπίου, την Κανελλίνα Μενούτη να απαγγέλλει, τον Γεράσιμο Γαλανό να τραγουδά, τη Βίκυ Γεωργοπούλου… πολλοί άνθρωποι, ο καθένας με τη δική του πορεία, να εναλλάσσονται κάθε χρόνο στη σκηνή και στο κοινό. Σαν να ενώνει όλους αυτούς τους καλλιτέχνες και δημιουργούς ένας κύκλος (σαν αυτούς που ζωγραφίζει ο Κώστας) με εμάς, τους θεατές, που μοιραζόμαστε μέσα στα όρια αυτού του κύκλου την ανησυχία μας. Αναρωτιόμαστε, αναζητούμε, σκεφτόμαστε. Γιατί κι αυτό το τελευταίο, στον καθημερινό μας βίο, μάλλον προ πολλού το είχαμε λίγο έως πολύ παραμελήσει.

Η ώρα είχε πάει δωδεκάμισι και πήρα το δρόμο για το σπίτι… Καθώς κατηφόριζα κι άφηνα πίσω μου τον φωτισμένο ακόμα κήπο, με τις μουσικές και τις κουβέντες να έχουν πια καταλαγιάσει, σκεφτόμουν πάλι το μωράκι που κράταγα στην αγκαλιά μου λίγες ώρες πριν, τον κόσμο που ετοιμάζεται ν’ αντικρίσει – μακάρι να ήταν ένας τέτοιος κήπος φεγγαρολουσμένος. Γεμάτος λόγια, μουσικές, εικόνες, σκέψεις. Ένας κήπος μαγεμένος από την καλή νεράιδα τέχνη.

Κι αμέσως ήρθε στο κεφάλι μου το πνεύμα της αντιλογίας: Στ’ αλήθεια το έχουμε ανάγκη αυτό; Μήπως είναι πολυτέλεια σ’ αυτή την εποχή η ενασχόληση με την τέχνη; Ώσπου να ανεβώ τα σκαλιά του σπιτιού μου, η απάντηση που ήρθε αβίαστα ήταν ότι, όχι, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη. Ανάγκη επιβίωσης. Και αμέσως σκέφτηκα ότι δεν είναι καινούρια αυτή η ανάγκη, όπως δεν είναι καινούρια και αυτή η κρίση. Δεν ήρθε ξαφνικά αυτή η δυστυχία που βιώνουμε όλοι, σαν σεισμός από τα έγκατα της γης. Κάποιοι άνθρωποι το ένιωθαν αυτό, το έπιαναν με τις κεραίες τους. έβλεπαν την κρίση που εμείς βρήκαμε ξαφνικά μέσα στα σπίτια μας, όχι να έρχεται, αλλά να είναι παρούσα και να πολλαπλασιάζεται. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντα εκεί για να μας το θυμίζουν. Κι ας ήταν τα δικά μας αυτιά κλειστά από τις χαρούμενες σειρήνες. Ο Κώστας Ευαγγελάτος πιστεύω ότι είναι ένας απ’αυτούς τους ανθρώπους. Με το εικαστικό, το ποιητικό του έργο, τις performances που για δεκαετίες τώρα πραγματοποιεί, ήταν πάντα φωνή ζωντανή, δυνατή, καθαρή, που έβλεπε και φανέρωνε, που δεν φοβόταν την αλήθεια, που δεν κρυβόταν και δεν έκρυβε. Που ανησυχούσε και δημιουργώντας μάς προειδοποιούσε, με τον δικό του τρόπο, ακούραστα, «ιδίοις αναλώμασιν», αλλά και ελεύθερα, ανεξάρτητα, χωρίς στήριξη από πουθενά, και «τότε», που η πολιτιστική μας ζωή ήταν πλήρης φανφάρας και ανούσιου πληθωρισμού, και η καθημερινότητά μας ήταν αποχαυνωμένη στον δανεικό μας ευδαιμονισμό. Αλλά και «τώρα», που ελλείψει χρημάτων, τα αλαλάζοντα κύμβαλα σίγησαν, εκείνος συνεχίζει. Ο κήπος του μένει ανθισμένος και θαλερός επειδή ποτέ δεν χρειάστηκε λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Επειδή, σ’ αυτή την τόσο δύσκολη συγκυρία αυτό που θα αντέξει και θα ζήσει (ή, στην εσχάτη, θα πέσει τελευταίο), είναι το αυθεντικό, το ουσιαστικό. Το αληθινό.

Ο Κώστας μιλούσε και τότε και τώρα. Γιατί η τέχνη είναι πάντα εκεί. Και πάντα μιλάει, μόνη πολλές φορές, άλλες φορές ακόμη και δίχως κανέναν να έχει τη διάθεση να την ακούσει. Και την τέχνη την χρειαζόμαστε για δυο δουλειές, ειδικά τώρα: Η προφανής δουλειά της είναι να κοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτήν την ομορφιά, μοναδική μας άμυνα, σανίδα σωτηρίας, αλλά και επίθεση, απέναντι στο κοινωνικό και οικονομικό χάος. Κι η άλλη της δουλειά είναι να μας κάνει να ανησυχούμε. Να προβληματιζόμαστε. Να σκεφτόμαστε (Άρα: Να Υπάρχουμε).

7-9-2012, μια εβδομάδα μετά την Πανσέληνο στον κήπο του Κώστα Ευαγγελάτου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα