Ιστορίες με άλογα. Με αφορμή ένα ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη




 [Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 37, Ιούλιος 2010, στο πλαίσιο αφιερώματος του περιοδικού στον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη]

Η «Ιστορία με άλογο» είναι το ποίημα που ανοίγει την έκτη κατά σειρά[1] συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, την Μεθιστορία, που κυκλοφόρησε το 1995 και την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με το Α΄ κρατικό βραβείο ποίησης[2]. Το ποίημα γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1987[3] – ο ποιητής είναι τότε 47 ετών και έχει ήδη χαράξει σημαντική διαδρομή στα λογοτεχνικά πράγματα της Κύπρου και της Ελλάδας[4].

Στην «Ιστορία με άλογο» πρωταγωνιστής (ή, για να είμαστε ακριβείς, πρωταγωνιστές) είναι ο ίδιος ο ποιητής – εν είδει προλογικού σημειώματος στη Μεθιστορία ο Χαραλαμπίδης επιλέγει μια αυτοαναφορική εισαγωγή στον ποιητικό «μεθιστορικό» του κόσμο. Μια εισαγωγή που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι επίλογος, αν κρίνουμε από την κατάληξή της.

Εξηγούμαι: Ο πρωταγωνιστής του ποιήματος είναι δισυπόστατος. Ένας βρίσκεται εν ουρανώ (και μάλιστα πάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας, τον αδιατάρακτα ενιαίο και αδιαίρετο από τις διαχωριστικές γραμμές των ανθρώπων) και ένας (ο ίδιος) επί της γης, κάτω από τον ουρανό της Λευκωσίας, που αναδεικνύεται σε διώροφη σκηνή της ποιητικής εικονοποιίας του Χαραλαμπίδη.  Ο εν ουρανώ φημολογείται (από τους επί της γης) ότι κυκλοφορεί έφιππος στον αιθέρα. Ο επί της γης παροτρύνεται (από τους επί της γης) να σπεύσει να δει τον εν ουρανώ αδελφό του. Αρχικά, εις μάτην. Στη συνέχεια, η οπτική επαφή του επί της γης με τον εν ουρανώ αποκαθίσταται.

Η πρώτη αυτή επαφή είναι μοναχική – οι λοιποί επί της γης (που πριν έβλεπαν, ενώ ο ίδιος ο επί της γης δεν έβλεπε) για λίγο γίνονται αόρατοι. Ο επί της γης βλέπει τον εν ουρανώ εαυτό του να καλπάζει πάνω στο αβαρές και άπτερο καμαρωτό του άλογο. Είναι εκ πρώτης όψεως περίεργο ότι ο επί της γης, που έχει έδαφος, αλλά όχι ίσως τόσο πρόσφορο, για να καλπάσει, δεν γνωρίζει ιππασία. Ο εν ουρανώ, παρά το πρόβλημα βαρύτητας, και το «σαν χαλάζι» βαρύ χαλινάρι του αλόγου του, που προφανώς δεν αφήνει το περήφανο άτι να καλπάσει όσο εκείνο θα ήθελε, καταφέρνει να «αγρεύει» τους αιθέρες, όπου δεν υπάρχουν σύνορα, κυκλοφοριακές και διακοινοτικές ρυθμίσεις. Εικόνα υπερρεαλιστική, που δεν απέχει όμως από την πραγματικότητα. Ο ουρανός της Λευκωσίας, για τα πτηνά και τους έφιππους εαυτούς μας είναι ασύνορος – την γη, ιδίως  εν έτει 1987, ελάχιστα μετά την ανακήρυξη του «τουρκοκυπριακού κράτους» στα κατεχόμενα από τον Ραούφ Ντενκτάς, δεν είναι τόσο εύκολο να τη διασχίσεις, όσο ατρόμητο άτι κι αν έχεις. Η εικόνα του μοιρασμένου στα δύο κυπριακού χώρου τότε, αλλά και σήμερα ακόμα, και παρά την όποια πρόοδο έχει επιτευχθεί, φαντάζει πραγματικότητα εξωπραγματική, πέρα από κάθε λογική, ένας ανεστραμμένος κόσμος, όπου κυριολεκτικά έχουν έρθει «τα πάνω-κάτω». Όταν το άλογο πρέπει να υπερβεί τα επίγεια για να μπορέσει να καλπάσει ελεύθερο, όταν η γη και οι άνθρωποι χωρίζονται από γραμμές χαραγμένες με βία, αίμα και προσφυγιά, όταν πλάι πλάι πάνω στη γη βρίσκονται δύο κόσμοι παράλληλοι, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους, όταν ένα ενιαίο σώμα έχει με χειρουργικό τρόπο χωριστεί στα δύο – και τα δύο του αποκομμένα τμήματα καλούνται να ζήσουν αυτόνομα, αγνοώντας το ένα την ύπαρξη του άλλου του μισού, ο αδιαίρετος αιθέρας, ο ουρανός της Λευκωσίας, είναι η μόνη πρόσφορη επικράτεια για αβλαβείς διελεύσεις, ελεύθερες και χωρίς διατυπώσεις μετακινήσεις, και απεριόριστες διαδρομές και επικοινωνίες. Οι επί της γης Κύπριοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να κοιτούν ψηλά – η πολυτέλεια της ελευθερίας ανήκει μόνο στο βλέμμα, στη ματιά που ταξιδεύει και καλπάζει μακριά.

Μετά την οπτική επαφή του επί της γης με τον εν ουρανώ εαυτό του, ο πρώτος επιχειρεί και το μοιραίο τόλμημα της επικοινωνίας. Ο εν ουρανώ από εκεί ψηλά δεν τον είχε δει, οι άνθρωποι από ψηλά μοιάζουν μυρμήγκια, όπως έλεγε και το παλιό τραγούδι του Κώστα Χατζή. Ο επί της γης, αντίθετα, επιχειρεί να νεύσει προς τον εν ουρανώ – να επιχειρήσει έναν sui generis εσωτερικό διάλογο διά μέσου των αιθέρων. Μια ιδιότυπη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυτή του πλανήτη γη, τους ενώνει και τους χωρίζει. Ο επί της γης δεν έχει  μεγάλες προσδοκίες – ένας χαιρετισμός του αρκεί. Η αντίδραση όμως του εν ουρανώ είναι περιέργως αρνητική. Ή, τουλάχιστον, έτσι εκλαμβάνει ο επί της γης τη ματιά του, που του προκαλεί τρόμο: «Αγριοπέταλη» και «χαλασμένη». Λέξεις που εκ πρώτης όψεως δεν ταιριάζουν σε ματιά – αλλά σε καταιγίδα (κι αυτή, άλλωστε εξ ουρανού καταφθάνει). Τι απειλή άραγε θα μπορούσε να αποτελεί ο επί της γης για τον εν ουρανώ; Και ποια άραγε αναταραχή στην ισορροπία του σύμπαντος μπορούσε να προκαλέσει ένα νεύμα από κάτω προς τα πάνω για να γυρίσει πίσω ως «αγριοπέταλη[5]» ματιά; Πώς η λαχτάρα τού επί γης ανθρώπου για τον εν ουρανώ πανίσχυρο εαυτό του μπορεί, αφού εκπεμφθεί προς τα ουράνια να επιστρέψει ως  καταιγιστική οργή;

Αυτή η επικοινωνία μεταξύ του επί της γης πομπού-δέκτη και του εν ουρανώ δέκτη-πομπού (που μοιραία πραγματοποιείται μέσα στον ίδιο αιθέρα) γίνεται η αφορμή για να συντελεστεί μια βαθμιαία διαδικασία μυστηριώδους ένωσης των δύο κόσμων. Για την ακρίβεια, μιας συγχώνευσης, σαν αυτές που συμβαίνουν ανάμεσα στις μεγάλες εταιρείες, στο εμπόριο, ή σαν κι εκείνους τους πολιτισμικούς συγκρητισμούς που συμβαίνουν μέσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες, ιδίως όταν αυτές βρίσκονται σε κρίση. Η αντίδραση του επί της γης «συντρομαγμένου» είναι απλά να επιχειρήσει να προλάβει: «ν’ ασηκώσω λίγο την όψη μου και την ψυχή μου» - να ανεβεί λίγο πιο ψηλά, όχι για να αντεπιτεθεί, αλλά απλά για να επανέλθει στην προτεραία κατάσταση: εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν επιχειρήσει το φοβερό βήμα του μοιραίου νεύματος προς τον εν ουρανώ αδελφό του. Δεν προλαβαίνει. Ο εν ουρανώ φαντάζει ολοένα απειλητικότερος: το οπτικό πεδίο του επί της γης κυκλώνεται κινηματογραφικά – και ο εν ουρανώ τον «αγγελοσκιάζει» κουνώντας πέρα-δώθε  και απειλητικά ένα μεγάλο σακί. Η κινηματογραφική εικόνα μας θυμίζει τις απειλητικές, τρομακτικές μορφές των έφιππων, δίχως πρόσωπο, φαντασμάτων Νάζγκουλ στην τριλογία του Τόλκιν Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ή το τεράστιο διαστημόπλοιο των εξωγήινων που σκίασε τη γη στην κινηματογραφική ταινία Ημέρα Ανεξαρτησίας.

Ποιο είναι το περιεχόμενο του σακιού; Προφανώς, όχι το δαχτυλίδι του Τόλκιν. Το σακί έχει μέσα ένα φεγγάρι ή έναν φουσκωμένον ήλιο – ο επί της γης πασχίζει να εικάσει το περιεχόμενο από τη λάμψη που φαίνεται να ξεχύνεται από το ασκί. Ο εν ουρανώ εαυτός κραδαίνει ένα φωτεινό άστρο – αυτό το φως φαίνεται να τρομάζει τον επί της γης.

Ο κόσμος γίνεται ένας – κανείς δεν ανεβαίνει ή κατεβαίνει από τη θέση του – απλά ο εν ουρανώ και ο επί της γης ξαφνικά βρίσκονται σε ένα σκηνικό. Το πλάνο ανοίγει, και σαν οι δυο τους να βρίσκονται αντιμέτωποι, ένας ψηλά, ένας χαμηλά, σε μιαν αρένα. Ξάφνου εμφανίζονται τριγύρω κι άλλοι, διψασμένοι να παρακολουθήσουν τη μονομαχία – ίσως οι ίδιοι που είχαν παραινέσει τον επί της γης να πάει να δει τον εν ουρανώ εαυτό του. Εκείνοι που τον έβλεπαν όταν ο επί της γης δεν μπορούσε να τον δει. Και τώρα, εκείνοι που τον έφεραν ως εδώ, επευφημούν από τις κερκίδες τον εν ουρανώ «με μαντίλια, κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα»! Ο ουρανός, η γη (ή μήπως «τ’ ανάμεσό τους»;) της Λευκωσίας γίνονται γήπεδο με πλήθος συγκεντρωμένο. Δεν είναι μονάχα ο χώρος που συμπτύσσεται μετά από αυτή την επικοινωνία. Είναι και ο χρόνος… Ο επί της γης, με το κοινό εναντίον του, αποφασίζει να βρει το δικό του όπλο. Το βρίσκει στο βάλτο, εκεί που όλα είναι στάσιμα, εκεί που τίποτα δε σ’ αφήνει να ξεκολλήσεις και να στραφείς αλλού. Κι είναι ένα καλάμι. Ένα καλάμι, σαν εκείνο που κέντησε τα πλευρά του Χριστού μετά τη σταύρωση. Ένα καλάμι, «υπό ανέμου σαλευόμενον», ίδιο με τον επί της γης εαυτό. Ένα καλάμι που μεταμορφώνεται σε κοντάρι. Και που με τη σειρά του μεταμορφώνει τον χώρο και τον χρόνο στο τοπίο διεξαγωγής μιας «γιόστρας», μιας κονταρομαχίας.

Οι γιόστρες ή γκιόστρες[6] ήταν στα χρόνια της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας πολύ λαοφιλής μέθοδος ψυχαγωγίας σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, αποτελώντας τον μετασχηματισμο σε θέαμα μιας αιματηρής πολεμικής πρακτικής. Στην ιταλική χερσόνησο, τα παράλια της Βαλκανικής, τα Ιόνια Νησιά, την φραγκοκρατούμενη ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη και την Κύπρο. Η μακραίωνη παράδοσή τους, που αναφορές της συναντάμε σε κορυφαία έργα της κρητικής και επτανησιακής λογοτεχνίας (Ερωτόκριτος του Κορνάρου, Ερωφίλη του Χορτάτση, Ευγένα του Μοντσελέζε) παραπέμπουν σ’ έναν γεωγραφικό χώρο από τη μια ενιαίο κι από την άλλη εξίσου δισυπόστατο με τον εν ουρανώ και επί της γης ήρωα της «Ιστορίας με άλογο». Ο δυτικοκρατούμενος και ο οθωμανικός κόσμος είναι οι δύο ισχυροί πόλοι – ο ένας ενίοτε καθρεφτίζεται στον άλλον: Μια από τις πιο δημοφιλείς γκιόστρες είναι η γκιόστρα του Σαρακηνού. Οι έφιπποι κονταρομάχοι δεν συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά με το ομοίωμα ενός Σαρακηνού, που πάνω του είναι κρεμασμένα δαχτυλίδια – από τις τρύπες αυτών των δαχτυλιδιών πρέπει να περάσουν το κοντάρι τους.  Θα τρυπήσουν τον Σαρακηνό – θα ξορκίσουν τον φόβο τους.

Ο επί της γης εαυτός, όταν ο έφιππος εν ουρανώ τον πλευρίζει, του επιτίθεται πεζός με το κοντάρι του. Δεν ξέρουμε ποια απόσταση τους χωρίζει. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι αυτό το καλάμι-κοντάρι διαπερνά τον ασκό και τρυπά τον φουσκωμένο ήλιο. Τρομακτική (και συνάμα κωμική) σκηνή το ξεφούσκωμα του ήλιου – μα πιο τρομακτικό ότι γκρεμίζεται το άλογο. Το να πέσει ο κονταρομάχος από το άλογο σε μια γκιόστρα ήταν το πιο ολέθριο λάθος – σήμαινε οριστική ήττα στον αγώνα.

Ο εν ουρανώ χωρίς το άλογό του το βάζει στα πόδια. Από επιβλητική αφ’ υφηλού μορφή μεταμορφώνεται σε έναν κοινότοπο miles gloriosus, έναν καυχησιάρη capitano της commedia dellarte. Μόνο που αυτός δεν είχε πει τίποτα, το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτόν είναι η εικόνα που έχει σχηματίσει ο επί της γης εαυτός του. Το καύχημά του ήταν το παράστημά του – ή ίσως η εικόνα που έβλεπε ο επί της γης από χαμηλά. Εμείς έχουμε την ευκαιρία να δούμε μόνο το δεύτερο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του capitano: το γεγονός ότι το βάζει στα πόδια την κρίσιμη στιγμή. Μα δεν προλαβαίνει, καθώς ο επί της γης τον αποτελειώνει ταπεινωτικά μπροστά στο βασιλιά – στο σημείο δηλαδή που κανονικά οι δυο μονομάχοι θα πήγαιναν στην αρχή της γκιόστρας για να αποτίσουν τιμές και στο τέλος για να απονεμηθεί στον νικητή το έπαθλο της γκιόστρας.

Όπως ο αδύναμος Ερωτόκριτος στο ομώνυμο έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου έτσι και ο επί της γης εαυτός κατατροπώνει τον εν ουρανώ και στέφεται νικητής. Το έπαθλό του; «Να μη λένε / ότι με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου / επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας». Ποιοι; Μα εκείνοι που τον φώναξαν να δει τον εν ουρανώ εαυτό του που μόλις έχει σκοτώσει. Εκείνον που το μόνο παραπάνω που είχε ήταν ένα άλογο που μπορούσε να καλπάζει στους αιθέρες. Ένα άλογο που χρειάστηκε μονάχα ένα ταπεινό καλάμι του βάλτου για να το γκρεμίσει. Ίσως τελικά, πρωταγωνιστές του ποιήματος να μην είναι ο εν ουρανώ και ο επί της γης εαυτός, αλλά  το άλογο. Ίσως το άλογο να χώριζε τη γη από τον ουρανό – ίσως αυτό να ήταν ικανό να ουρανοβατεί, κι όχι ο ιππέας του, που σαν απέμεινε μόνος ήταν ίδιος με τον επί της γης. Ίσως ο εν ουρανώ και ο επί της γης να ήταν μόνο επί της γης. Ίσως εν ουρανώ να ήταν μόνο το άλογο.

Η εικόνα μάς παραπέμπει συνειρμικά στο θεατρικό έργο Equus του Πήτερ Σάφερ, που γράφτηκε το 1973. Σ’ αυτό, ο θαυμασμός ενός εφήβου για τα άλογα φθάνει ως την ψυχοπαθολογία: την σχεδόν θρησκευτική λατρεία του αλόγου που σχεδόν συγχέεται με το ερωτικό πάθος. Ο ψυχίατρος που σε όλη τη διάρκεια του έργου προσπαθούσε να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που συντάραζε τον ψυχισμό του νεαρού σε κάποια στιγμή ομολογεί ότι ο ίδιος δεν έχει ανεβεί ποτέ ξανά σε άλογο. Το τέλος του έργου είναι ένα πραγματικό περιστατικό: ο έφηβος τυφλώνει το άλογο, όταν ο «θεός-άλογο» μιλάει με το στόμα του γιατρού και φωνάζει στον νεαρό ότι «Ο Θεός σε βλέπει!». Δύο όψεις ενός εγώ – ο ψυχίατρος,  ο νέος, επί της γης και το άλογο-θεός εν ουρανώ.

Άλογα εμφανίζονται και σε άλλα ποιήματα της Μεθιστορίας: Άλογα σε τοπία του μύθου και της ιστορίας, που καλπάζουν σε διάφορους χρόνους και εποχές, υπηρετώντας την προσωπική ματιά του ποιητή, την ποιητική του διέλευση από το χωροχρόνο. Μια μεγάλη αρένα για γκιόστρες φαντάζει η Μεθιστορία, με πρωταγωνιστές πολλούς και ποικίλους, από το μακρινό, συγκεχυμένο χθες του μύθου μέχρι τις ανοιχτές πληγές του σήμερα, σ’ ένα σκηνικό ελληνικό, έναν ελληνικό χώρο που διαπερνά κι αυτός, όπως το κοντάρι του επί της γης εαυτού το σακί με το φως, την Ιστορία: Στο «Πάρεργον» ο Δίας χαρίζει στον Γανυμήδη «τ’ αστραφτερά του αλόγατα […] / π’ άλλα στη γη δεν είναι»[7]. Στο «Τραβώντας ανατολικά», απευθυνόμενος προς τον Αλέξανδρο ο πρωταγωνιστής του ποιήματος του λέει «Άλλοτε ήσουν βασιλιάς / πριν πέσεις από τ’ άλογο»[8] - άλλη μια πτώση ενός ισχυρού μέσα σε λίγες σελίδες, άλλη μια χαμένη γκιόστρα της Ιστορίας. Στον «Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό», τα άλογα που σέρνουν το άρμα του Νέρωνα στον ιππόδρομο παθαίνουν τη μία κακοτυχία μετά την άλλη – ο Νέρων τερματίζει πρώτος, αλλά πεζός[9]. Βασιλιάς και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο «Το δε την πόλιν», πηγαίνει έφιππος προς το παλάτι κι εκεί οι μαινάδες τον φτύνουν μουρμουρίζοντας «στα τσακίδια»[10]. Στο «Τον Ιούλιο του 1261», σε έναν χωροχρονικό συγκρητισμό, ο Καβάφης και ο βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος ανακαταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη ακολουθούμενοι από οκτακόσιους ιππείς[11]. Πολύ αργότερα, στην «Υποδοχή του Γεωργίου Καραϊσκάκη εν Παραδείσω», ο Καραϊσκάκης, στις αιώνιες μονές πλέον, ζητά το άλογό του. Κι ενώ ο ήρωας ντύνεται με τα φτερά των αγγέλων, το θαμμένο άλογο ανασταίνεται κι ανεβαίνει «μ’ ένα χλιμίντρισμα στον κόσμο τον απάνω»[12]. Στο «Επί των βουνών του Τροόδους», μεταφερόμαστε στη σύγχρονη Κύπρο – στο τραγικό δίλημμα του Μακαρίου στιγμές πριν από το πραξικόπημα του 1974: Να ζώσει την ψυχή του με σπαθί και να αρματώσει τα άλογά του για να θανατώσει το τέρας[13]; Στο «Ένας που γκρεμίζει το άγαλμά του» πάλι η αναφορά είναι στον Μακάριο: «Δεν υπάρχει / λοιπόν αλήθεια κι έλεος μες στον κόσμο; / λίγη συμπόνια, λίγο αστραφτερόν αλάτι / ή καν ένα άλογο[14].

Άλογα που καλπάζουν παντού, σ’ έναν μυστήριο κόσμο, όπου ο χρόνος έχει διπλωθεί σε χιλιάδες πτυχώσεις. Πτυχώσεις ποτισμένες με το αλάτι της χαραλαμπίδειας ειρωνείας[15]. Ένα μάτι που έχει υποσυνείδητα γκρεμίσει τον εν ουρανώ εαυτό από το άλογο πριν καλά καλά τον δει – η φοβερή γκιόστρα, ολόκληρη η ζωή αυτού του ποιήματος ήταν ουσιαστικά η αποκατάσταση αυτής της υποσυνείδητης a priori αποκαθήλωσης. Ο εν ουρανώ δεν υπήρχε στην αρχή, δεν υπάρχει ούτε στο τέλος. Ο επί της γης εαυτός; Αυτοσαρκάζεται κι αυτός, με τον ίδιο τρόπο που αποδομεί τον εν ουρανώ. «Τέτοιος βλάκας στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε». Όλες οι σκηνές του ποιήματος, όλες ουσιαστικά οι λέξεις του έχουν βαφτιστεί στην ειρωνεία – σε μια διάθεση που αγγίζει τα όρια της διακωμώδησης – ένα πονηρό γέλιο την ώρα που ξεφουσκώνει ο ήλιος (ο δυνητικός θρήνος που παρεμβάλλει εκεί  ο ποιητής είναι ειρωνικός στην υπερβολή του), που σκιάζεται ο επί της γης εαυτός, ακόμη κι όταν σκοτώνει τον εν ουρανώ, που είναι σχεδόν αστείος την ώρα που το βάζει στα πόδια. Ο ίδιος εκείνος παράξενος μηχανισμός που μας κάνει να γελάμε όταν κάποιος συνάνθρωπός μας πέφτει κάτω με αστείο τρόπο, όσο κι αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας έχουμε ότι πονάει, λειτουργεί εδώ για να εξισορροπήσει το φοβερό γεγονός της πτώσης από τους αιθέρες του εν ουρανώ εαυτού – που τελικώς ήταν απλά μια πτώση από άλογο.

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, μιλώντας για την Μεθιστορία,  αναφέρει ότι «Η κυρίαρχή μου αίσθηση, ότι "η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη από την ιστορία", με οδήγησε να διερευνήσω τον ρόλο του ποιητή και την εμπλοκή του μέσα στην ιστορία με "ποιήματα ποιητικής", όπως καθιερώθηκε να λέγονται»[16]. Τέτοια φαντάζει και η «Ιστορία με άλογο». Τέτοια, που σε κάνει τελικά να αναρωτιέσαι: Ήταν στ’ αλήθεια άλλος ο εν ουρανώ κι άλλος ο επί της γης εαυτός; Κι αν είναι, ποιος από τους δύο είναι ο ποιητής ο αληθινός; Και ποιος από τους δυο πεθαίνει; Κι αξίζει τελικά ν’ ανεβεί σ’ ένα άλογο για να ταξιδέψει στους αιθέρες, ξέροντας ότι θα καταλήξει στο χώμα από ένα καλάμι του βάλτου; Ίσως, η απάντηση να βρίσκεται σ’ ένα από τα ποιήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη που μελοποιήθηκε από τον Μάριο Τόκα: Ίσως, τελικά, ο ποιητής να είναι μόνο αυτό:

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε[17].





[1] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, Αθήνα: Άγρα, 1995. Είχαν προηγηθεί η Πρώτη Πηγή (1961), Η άγνοια του νερού (Αθήνα: Ίκαρος, 1967), Το αγγείο με τα σχήματα (Λευκωσία, 1973), Αχαιών Ακτή (Λευκωσία, 1977, Αθήνα: Άγρα, 2003), Αμμόχωστος βασιλεύουσα (Αθήνα: Ερμής, 1982 και Άγρα, 1997) και Θόλος (Αθήνα: Ερμής 19891, 19912, Άγρα 1998). Ακολούθησαν τα Δοκίμιν (Αθήνα: Άγρα, 2000), Αιγιαλούσης επίσκεψις. Ένα ποίημα και ένα σχόλιο  (Αθήνα: Άγρα, 2003) και Κυδώνιον μήλον (Αθήνα: Άγρα, 2006).
[2] Για την Μεθιστορία και ειδικότερα τη χρήση και τη λειτουργία του χώρου και του χρόνου στην ποίηση του Χαραλαμπίδη βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, Μεθιστορία: Μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Αθήνα: Ηρόδοτος, 2007.
[3] Η χρονολογία αναφέρεται στο τέλος του ποιήματος (Μεθιστορία, ό.π., σ. 12).
[4] Βλ. ενδεικτικά Κώστας Μπαλάσκας «Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Μια θεατρικά αφηγηματική μεταποίηση της ιστορίας», Πόρφυρας, τόμ. ΚΗ΄, φυλ. 124, Ιούλ-Σεπ. 2007, σσ. 237-242.
[5] Ενδιαφέρον έχει η προσέγγιση της έννοιας «αγριοπέταλη» από τον Ανδρέα Χατζησάββα στο άρθρο του «Μεταφράζοντας τη Μεθιστορία. Εικόνα, σηματοδότηση, νοηματοδότηση, περιρρέουσα ατμόσφαιρα», Πόρφυρας, τόμ. ΚΗ΄, φυλ. 124, Ιούλ-Σεπ. 2007, σσ. 341-342.
[6] Για την γκιόστρα βλέπε τη σχετική βιβλιογραφία καθώς και αποσπάσματα από τα έργα της κρητικής και επτανησιακής λογοτεχνίας στο: Ηλίας Τουμασάτος, Ιππηλάσιον-Γκιόστρα: άθλημα και θέαμα στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, Αργοστόλι: Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, 2003. Πρόσφατα αναβίωσε η γκιόστρα της Ζακύνθου.
[7] Βλ. τους στίχους 29-33 του ποιήματος. Στο: Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 136.
[8] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 15.
[9] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σσ. 33-34.
[10] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 45.
[11] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 43.
[12] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σσ. 53-54.
[13] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 75.
[14] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π., σ. 81.
[15] Για την ειρωνεία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη βλ. Λευτέρης Παπαλεοντίου «Στοιχεία της ειρωνείας στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», Πόρφυρας, τόμος ΚΗ΄, αρ. 124, Ιούλ.-Σεπ. 2007, σσ. 212-225.
[16] Συνέντευξη του Κυριάκου Χαραλαμπίδη στον Γιώργο Κ. Μύαρη, Πόρφυρας, τόμος ΚΗ΄, αρ. 124, Ιούλ.-Σεπ. 2007, σσ. 398-399.
[17] «Παιδί με μια φωτογραφία». Από την Αμμόχωστο Βασιλεύουσα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Ο δίσκος «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» σε ποίηση Χαραλαμπίδη και μουσική Μάριου Τόκα κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρεία Minos-EMI το 2001. Το συγκεκριμένο τραγούδι ερμηνεύεται από τον Δημήτρη Μητροπάνο, ενώ συμμετέχει απαγγέλλοντας και ο ίδιος ο Χαραλαμπίδης. Στον δίσκο, που περιελάμβανε 14 μελοποιημένα ποιήματα του Χαραλαμπίδη συμμετείχαν επίσης οι Μανώλης Μητσιάς, Γλυκερία, Μαρία Αλεξίου, Κώστας Χατζηχριστοδούλου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα