Κεφαλονίτικος λόγος στα Βαλκάνια: Ο Παναγιώτης Πανάς στη Ρουμανία



Ο Παναγιώτης Πανάς (1832-1896), δημοσιογράφος, λογοτέχνης, μεταφραστής αλλά και πολιτικός οραματιστής, είναι ένας από τους πολλούς Κεφαλονίτες, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα μετακινούνται στα διάφορα οικονομικά κέντρα του μείζονος Ελληνισμού, σε ολόκληρη τη Βαλκανική και την Ανατολική Μεσόγειο. Όπως μας αποκαλύπτει η Ερασμία–Λουίζα Σταυροπούλου στη μονογραφία της για τον Πανά («Παναγιώτης Πανάς, ένας ρομαντικός», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1987)  είναι χαρακτηριστικό ότι ο ανήσυχος και ρομαντικός Κεφαλονίτης έχει ήδη  ταξιδέψει στα νεανικά του χρόνια, τη δεκαετία του 1850, στη Μάλτα, τη Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, και έχει πραγματοποιήσει την πρώτη του επίσκεψη στη Ρουμανία. Πηγαίνει επίσης, πριν την Ένωση, στην Αθήνα, και απελαύνεται μάλιστα από το ελληνικό κράτος για τις ιδέες του, ενώ κάνει και ένα σύντομο πέρασμα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το 1865. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή του στο εξωτερικό, η οποία ωστόσο και αυτή διακόπτεται από σύντομα ταξίδια στην Ελλάδα, είναι η περίοδος κατά την οποία ο Πανάς εγκαθίσταται στη Ρουμανία. Θα περάσει εκεί περίπου δέκα χρόνια της ζωής του, από το 1868 μέχρι το 1879, συνεχίζοντας τις εκδοτικές, δημοσιογραφικές, φιλολογικές και λογοτεχνικές του συνεργασίες, δραστηριότητα στην οποία είχε ήδη ξεκινήσει να επιδίδεται από τα νεανικά του χρόνια, στην Κεφαλονιά.

Οι περιπλανήσεις του Πανά

Υπάρχει ωστόσο μια ουσιώδης διαφορά, που ξεχωρίζει τον Πανά από τις υπόλοιπες περιπτώσεις των Κεφαλονιτών που επιχείρησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους μακριά από τα στενά όρια του νησιού, και που είναι χαρακτηριστική για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη προσωπικότητά του. Συνήθως οι μετακινήσεις των Κεφαλονιτών έχουν κάποιο οικονομικό κίνητρο (την ανάληψη κάποιας επικερδούς επαγγελματικής δραστηριότητας στο εξωτερικό, συνήθως σε εμπορικούς οίκους) ή την προσδοκία για σταδιοδρομία στον πνευματικό στίβο (αυτή η διάσταση αφορά κυρίως την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και μεγάλα κέντρα του παροικιακού ελληνισμού όπου εκδίδονται έντυπα). Ο Πανάς μπορεί φαινομενικά να ακολουθεί αυτόν τον δρόμο, αφού λειτουργεί ένα εμπορικό γραφείο στη Ρουμανία και δημοσιεύει συνεργασίες του σε έντυπα, ωστόσο το κίνητρό του δεν φαίνεται να είναι αυτό. Ο Πανάς δεν έχει στόχο την επαγγελματική του αποκατάσταση, αλλά οι μετακινήσεις του μοιάζουν να υπαγορεύονται από την επιθυμία του για εκπλήρωση των πολιτικών του στόχων. Είχε ανδρωθεί στο ριζοσπαστικό κίνημα, και παρακολουθούσε από κοντά  τις εξελίξεις στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στην ιταλική χερσόνησο και τους εκεί πολέμους και κινήματα που οδήγησαν στην ανεξαρτησία και ενοποίηση της Ιταλίας, αλλά και την πολιτική δυναμική στη Γαλλία που αργότερα θα οδηγούσε στην Κομμούνα του Παρισιού. Θα πρέπει να δούμε λοιπόν αυτή του την κινητικότητα, ήδη από τα νεανικά του ταξίδια στη Νότιο Ιταλία και τη Σικελία, μέχρι την παραμονή του στη Ρουμανία, ως ένα ταξίδι με πολιτικό περιεχόμενο και στόχο. Ο Πανάς ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ριζοσπαστικού κινήματος, τους ασυμβίβαστους ριζοσπάστες, που επιθυμούσαν εκτός από την Ένωση με την Ελλάδα, και κοινωνική αλλαγή. Αυτό τον έφερε, λίγο μετά την Ένωση,  κοντά στην ιδέα της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» (Δ.Α.Ο.),  στο όραμα δηλαδή για την Ένωση όλων των λαών της Βαλκανικής για την αποτίναξη της οθωμανικής απολυταρχικής κυριαρχίας και την οργάνωσή τους σε ενιαία ομόσπονδη υπόσταση με δημοκρατικές αρχές. Ο Πανάς ήταν από τα ενεργότερα μέλη της μυστικής εταιρείας που συστήθηκε στο Βελιγράδι το 1865, γι’ αυτό το σκοπό, και της «αδελφής» οργάνωσης «Ο Ρήγας» που ιδρύθηκε αργότερα στο Ελληνικό Βασίλειο. Η φυσική του λοιπόν παρουσία, αλλά και τα κείμενα που γράφει και δημοσιεύει την περίοδο που βρίσκεται στη Ρουμανία, συνδέονται άμεσα με τη «στράτευσή» του στο όραμα της δημοκρατικής ένωσης των βαλκανικών λαών.

Ο Πανάς έμεινε σε δυο διαφορετικές περιοχές της Ρουμανίας, στο Καλαφάτι, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία, για έξι χρόνια, από το 1868 ως το 1874, όταν η Εταιρεία ήταν σε πλήρη δράση, και στη Μπράιλα από το 1876 ως το 1877 και από το 1878 ως το 1879. Στα ενδιάμεσα διαστήματα κατοικεί στην Αθήνα, επιστρέφει και για μια σύντομη περίοδο στην Κεφαλονιά, αλλά και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρουμανία πραγματοποιεί πάρα πολλά ταξίδια στην Αθήνα. Και στις δύο πόλεις αυτές το ελληνικό επιχειρηματικό στοιχείο είναι έντονο, όπως έντονα είναι και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Πανάς, ιδίως στο Καλαφάτι, με στελέχη της εκεί ελληνικής κοινότητας – ο Πανάς βρίσκεται στη Ρουμανία για διαφορετικούς λόγους και προφανώς οι ιδέες που πρεσβεύει είναι ενοχλητικές. Η περίοδος, άλλωστε που ζει στη Ρουμανία ο Πανάς σηματοδοτούν και τη μετάβασή της από την Ένωση των Δύο Πριγκιπάτων της Μολδαβίας και της Βλαχίας το 1859 ως την αναγνώριση της πλήρους ανεξαρτησίας της Ρουμανίας το 1878, μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Ο Πανάς ζει από κοντά τη μετάβαση της Ρουμανίας σε μια νέα ανεξάρτητη κρατική οντότητα, και προσπαθεί με τη γραφή του, αλλά και με τη μυστική πολιτική του δράση, να συμμετέχει στην πολιτική δυναμική του ευρύτερου βαλκανικού χώρου.

Τη συγγραφική του δραστηριότητα στα «ρουμανικά χρόνια», μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δυο βασικούς άξονες. Ο πρώτος περιλαμβάνει κείμενά του που γράφτηκαν στη Ρουμανία και δημοσιεύτηκαν σε έντυπα που εκδίδονταν από τον ελληνισμό της διασποράς. Ο δεύτερος περιλαμβάνει συνεργασίες του που δημοσιεύονται σε έντυπα του Ελληνικού Βασιλείου.

Όσον αφορά στα κείμενά του που δημοσιεύονται σε Ρουμανικά έντυπα, και εδώ έχουμε να παρατηρήσουμε μια στροφή: Στην πρώτη εξαετία (1868-1874) κατά την οποία διαμένει στο Καλαφάτι, δημοσιεύει τα κείμενά του στην εφημερίδα Ίρις που κυκλοφορούσε την εποχή εκεινη στο Βουκουρέστι. Εκδότης της ήταν ο Ζαχαρίας Σαρδέλλης, εκ των ενεργών μελών της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας, με τον οποίο φαίνεται ότι συνεργάζονται στενά για τους σκοπούς της. Η Ίρις φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα «δίκτυο» βαλκανικών εφημερίδων που προωθούν τους σκοπούς της Δ.Α.Ο. και ο Πανάς εκεί βρίσκει την ευκαιρία να δημοσιεύσει αρκετά κείμενά του με μορφή επιστολών,με θεματολογία καθαρά πολιτική, σε πολλά επίπεδα: εξελίξεις στο Ανατολικό ζήτημα, στο ελληνικό Βασίλειο, στις βαλκανικές κοινότητες όπου υπάρχουν Έλληνες. Επειδή τα περισσότερα κείμενα που δημοσιεύονται στην Ίριδα είναι, κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής, ανυπόγραφα, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα ακόμη αλλά ούτε και ποια κείμενά της έχουν γραφτεί από τον Πανά.

 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι μεταφράσεις του Πανά που δημοσιεύονται στην Ίριδα: Το κείμενο «Περί καθηκόντων» του Ιταλού πρωτεργάτη της ιταλικής παλιγγενεσίας Τζουζέπε Ματσίνι, που μάλλον αποτελούσε το πρότυπο του Πανά και αναδημοσιεύτηκε και σε εφημερίδες του ελλαδικού χώρου, αλλά και το κείμενο του αναρχικού δημοσιογράφου Γκυστάβ Φλουράνς  «Περί ελληνισμού» (δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1873) δίνουν το ιδεολογικό στίγμα του Πανά. Ο Φλουράνς είχε λάβει ενεργό μέρος στην Κρητική Επανάσταση και στην παρισινή κομμούνα, όπου και έχασε τη ζωή του.

 Ίσως όμως η πιο περίεργη μεταφραστική κίνηση του Πανά ήταν μια μετάφραση σε συνέχειες, στις σελίδες της Ίριδας, η οποία όμως κυκλοφόρησε και αυτοτελώς το 1871, τυπωμένη στο τυπογραφείο της εφημερίδας. Πρόκειται για τη μετάφραση της Ιφιγένειας εν Αυλίδι του Ρακίνα, ενός θεατρικού έργου του γαλλικού «χρυσού αιώνα» που γράφτηκε για να υμνήσει στρατιωτικές επιτυχίες του Λουδοβίκου του ΙΔ΄, και πρωτοπαίχτηκε στους κήπους των Βερσαλλιών. Στο πρώτο παραξένισμα, αν αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Πανάς επέλεξε μια τέτοια μετάφραση για να προωθήσει τους πολιτικούς του σκοπούς, αρκεί κανείς να διαβάσει τον πρόλογό του. Ο Πανάς ανατρέπει όλο το σκεπτικό του Ρακίνα και μεταφράζει την τραγωδία, γνωρίζοντας ότι ένα «ελληνικό» θέμα θα είχε απήχηση στο αναγνωστικό κοινό των Ελλήνων της Ρουμανίας, για να καταγγείλει τον αυταρχικό μονάρχη Αγαμέμνονα. Για τον Πανά ο Αγαμέμνονας είναι, όπως γράφει, «Η τελειωτέρα εικών του κατακτητού όλων των εποχών» - άρα είναι όλα αυτά που ο ίδιος αντιπάλευε σε όλη του τη ζωή και εξακολουθεί να αντιπαλεύει: Είναι το βρετανικό στέμμα στο οποίο αντιπαρατάχθηκε ως ριζοσπάστης, είναι ο σουλτάνος, την αποτίναξη του ζυγού του οποίου προετοιμάζει η Δ.Α.Ο., είναι επίσης και όλοι εκείνοι οι βασιλείς της Ευρώπης, ενάντια στους οποίους στρέφονται όλα τα επαναστατικά κινήματα της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και, στην απέναντι όχθη, το όραμα μιας αβασίλευτης ομοσπονδίας των λαών της Βαλκανικής.

Στην περίοδο κατά την οποία ο Πανάς διαμένει στη Μπράιλα, επιχειρεί μια διαφορετική τακτική – ιδιαίτερα προσφιλή στον ίδιο ήδη από τα νεανικά του χρόνια στην Κεφαλονιά, αλλά και στην Αθήνα: Προσπαθεί να εκδώσει δικό του έντυπο. Όπως συνέβη και κατά το παρελθόν στις εκδοτικές του προσπάθειες στην Κεφαλονιά και στην Αθήνα, δεν θα τα καταφέρει με επιτυχία. Το έντυπο που εκδίδει στη Μπράιλα καταφέρνει να επιβιώσει μόλις για επτά εβδομάδες. Πρόκειται για τη δεκαεξασέλιδη εφημερίδα Κυκεών (με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Εφημερίς sui generis”) που κυκλοφόρησε στη Μπράιλα από τον Σεπτέμβριο ως τον Οκτώβριο του 1876, χωρίς να γνωρίσει απήχηση – ο Πανάς εδώ φαινόταν να χάνει σταδιακά την ορμή του, βλέποντας τους στόχους για ενωτικό ξεσηκωμό των λαών της Βαλκανικής σταδιακά να απομακρύνονται.  Κυκεών ήταν και το αρχικό όνομα της σατιρικής εφημερίδας Διαολαποθήκη της Κεφαλονιάς, με την οποία είχε συνεργαστεί ο Πανάς στα νεανικά του χρόνια. Φαίνεται ότι προσπάθησε να εκδώσει και άλλα έντυπα, μια και κατά καιρούς κυκλοφορούσε διάφορες αγγελίες έκδοσης εντύπων, όπως της εφημερίδας Εσπέρα ή του περιοδικού Ρωμαντική ή Ρωμαϊκή Ανθολογία – η τύχη όμως αυτών των εντύπων μας είναι άγνωστη. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.

Την ίδια περίοδο που ο Πανάς ζει στη Ρουμανία, συνεχίζει να δημοσιεύει κείμενά και μεταφράσεις του και σε έντυπα του Ελληνικού Βασιλείου, κυρίως του αθηναϊκού κέντρου, που από τη δεκαετία του 1870 γίνεται πόλος έλξης για πολλούς συγγραφείς και λόγιους του ευρύτερου ελληνικού «γαλαξία». Περισσότερο ενδιαφέρον για τον ιδεολογικό προσανατολισμό του έχουν οι ανταποκρίσεις του στην αθηναϊκή εφημερίδα Μέλλον, αλλά και τον Κόσμο του συμπατριώτη του και συντρόφου του στις τάξεις της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, ενώ δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι ο Πανάς «δημιούργησε» στη Ρουμανία, κατά την προσφιλή συνήθεια πολλών λογοτεχνών,  μία «φανταστική» γυναίκα λογοτέχνη, την Γεωργία Κατσικογένη. Ο Πανάς χρησιμοποίησε το όνομα αυτό για να δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις τόσο στη Ρουμανία όσο και στην Αθήνα (κυρίως στο περιοδικό Εθνική Βιβλιοθήκη). Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι στην ποιητική του συλλογή Έργα Αργίας που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1883, περιλαμβάνονται και πολλά ποιήματά του που, αν κρίνουμε από τη χρονολογία συγγραφής τους, γράφτηκαν στη Ρουμανία.

Στις αλλεπάλληλες μετακινήσεις του, άλλωστε, στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870, ο Πανάς προσπάθησε να εκδώσει πολλά έντυπα, και συμμετείχε σε πολλές προσπάθειες, όπως έκανε και στα χρόνια πριν την Ένωση, προσπάθειες που οι περισσότερες απέτυχαν. Ο ίδιος άλλωστε δεν φαινόταν ιδιαίτερα υπομονετικός ή έστω επίμονος στο να υποστηρίξει αυτές του τις προσπάθειες και τις εγκατέλειπε με την ίδια ευκολία με την οποία τις ξεκινούσε.

Το βέβαιο είναι ότι ο Πανάς έφυγε απογοητευμένος από τη Ρουμανία, που κατά τη δεκαετία του 1880 έγινε ένα ακόμα ανεξάρτητο Βασίλειο στη Βαλκανική, και μάλιστα με ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής χώρας, την Τρανσυλβανία, να βρίσκεται στην κατοχή της Αυστροουγγαρίας. Η απήχηση της ιδέας για ένωση των βαλκανικών λαών φαινόταν να μην είναι τόσο ζωηρή, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία κλυδωνιζόταν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έψαχναν να επιβάλλουν ηγεμόνες στις επίδοξες νέες σφαίρες επιρροής, όπως έκαναν άλλωστε και με το Ελληνικό Βασίλειο. Η ιδέα για ομοσπονδιοποίηση ήταν ασφαλώς ασθενέστερη από τις εθνικές φιλοδοξίες κάθε λαού που διεκδικούσε τη χειραφέτησή του από την παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Αντίθετα, ευκολότερη από την ένωση των λαών αποδείχτηκε, για άλλη μια φορά στην ιστορία, η κυκλοφορία των κεφαλαίων και η δημιουργία οικονομικών ζωτικών χώρων – η Δημοκρατία θα περιμένει για πολλά χρόνια ακόμα, ίσως, με τον τρόπο που την οραματίστηκε ο Πανάς, να περιμένει ακόμα.


Στη δεκαετία του 1880, στην Αθήνα πλέον, ο Πανάς, έχοντας εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική δράση επιτέλους θα καταφέρει να γνωρίσει κάποια αποδοχή στους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς κύκλους, κυρίως μέσα από τις αυτοτελείς εκδόσεις του και τη συνεργασία του με το περιοδικό Εβδομάς, όπου μάλιστα θα δημοσιεύσει σε συνέχειες, κείμενα για τις σχέσεις Ελλήνων και Ρουμάνων (1884, 1885). Ωστόσο κάποιες φιλόδοξες εκδοτικές του προσπάθειες θα αποτύχουν και πάλι, οδηγώντας τον πάντοτε οικονομικά αδύναμο, απογοητευμένο και ψυχικά συντετριμμένο Πανά σε πλήρες αδιέξοδο. Ο Πανάς, αυτός ο πολίτης του κόσμου, ο ρομαντικός, ο οραματιστής, θα αυτοκτονήσει με μορφίνη στο «Ξενοδοχείο των ξένων» στην Αθήνα (οξύμωρος ίσως ο τίτλος), στις 29 Σεπτεμβρίου του 1896. Οι νεκρολογίες του περιγράφουν έναν άνθρωπο με σιγαλή φωνή, αιώνια απάθεια, λίγες και μετρημένες λέξεις, αργό βάδισμα με σκυμμένο κεφάλι. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος ονειρεύτηκε και προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα