Η ψυχή μιας καληνύχτας





«Τι ψυχή έχει μια καληνύχτα;»

Την ώρα που ακούστηκε η φράση, έφευγε, με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Η φράση ακούστηκε τόσο παράξενη στ’ αυτιά του,  αρκετά παράξενη ώστε να σταματήσει τον αργό βηματισμό του και να γυρίσει, με μια κάποια περιέργεια το κεφάλι προς τα πίσω.


Πάνω στη στροφή του προσώπου, ο άλλος είδε την όψη του σκυφτού νεαρού που τον κοιτούσε παράξενα. Για την ακρίβεια, είδε δυο πολύ μεγάλα μάτια, που σίγουρα δεν κοιτούσαν εκείνον.

«Εσύ μεγάλε κοιτάς μια τον ουρανό και μια το χάος». Η ίδια φωνή βγήκε από το στόμα του άλλου. Ο νεαρός χαμογέλασε για λίγο,  ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους.

«Θέλετε κάτι;»

«Απολύτως τίποτα». Η φωνή δεν κοντοστάθηκε καθόλου. «Εσύ τί θες;»

«Εγώ;» Τα μεγάλα μάτια του νεαρού έγιναν ακόμη μεγαλύτερα από την απορία.

«Σε κοιτώ πολλή ώρα να κάθεσαι εκεί… Και ξέρεις τί μου θυμίζεις;»
Γιατί να σε κοιτάει ένας ξένος και τι τον νοιάζει στο κάτω κάτω; Δεν απαντά και γυρίζει να φύγει.


«Μια σβούρα».
Σβούρα;  Σβούρα; «Μα τι λέτε; Εγώ δεν κουνιόμουνα καθόλου…» Σίγουρα παλαβός είναι ο άνθρωπος, αλλά είναι αργά το βράδυ, ας μην μπλέξουμε και σε κανένα καβγά, μήπως να έφευγα σιγά σιγά..

«Εσύ μεγάλε κοιτάς μια τον ουρανό και μια το χάος, και ακούνητος που είσαι…  Το μάτι σου είναι στο χώμα, μα άλλο το μάτι κι άλλο η ματιά. Η σβούρα είναι στη ματιά. Γυρίζει γύρω από τον εαυτό της… και την ίδια ώρα γυρίζει τους ωκεανούς και τους πλανήτες… Αμφίβια σβούρα, ένα πράγμα»…

Τά ‘χει χαμένα ο άνθρωπος, σκέφτηκε ο νεαρός με τη σβούρα στη ματιά. Μπορεί και να ‘ναι λιγάκι μεθυσμένος, ας μην το χοντρύνουμε, ειλικρινά, δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ήθελε να μιλάει πολύ. Προτιμούσε να κάθεται σε μια γωνία και να κολυμπάει μέσα στις σκέψεις του. Να ανεβοκατεβαίνει σ’ αυτές σαν να βουτάει σε μια ωκεάνια άβυσσο και καθώς ανεβαίνει στην επιφάνεια να εκτοξεύεται ψηλά, προς το φεγγάρι… να παίρνει τροχιά και να κοιτάει από κει πάνω ολόκληρο τον κόσμο…

Αμφίβια σβούρα δηλαδή… κοίτα να δεις που μπορεί ο παλαβός να έχει δίκιο… Αλλά… είναι αργά και πρέπει να γυρίσει σπίτι. Αποφασίζει να μην απαντήσει, ξαναγυρίζει το κεφάλι, τα μεγάλα του μάτια κοιτάζουν προς την έξοδο. Η πόρτα ανοίγει.

«Τι ψυχή έχει μια καληνύχτα;» ακούγεται πάλι η φωνή.
Ο νεαρός με τα μεγάλα μάτια κοντοστέκεται και απαντάει. «Τι ψυχή θα μπορούσε να έχει;»

«Όταν δεν έχεις κανέναν να σου την πει, δεν έχει καμιά ψυχή». Ο άλλος ήθελε να ανοίξει συζήτηση, ήταν προφανές.  

«Θέλετε δηλαδή να σας πω καληνύχτα; Γι’ αυτό συζητάμε τόση ώρα; Συγνώμη αν δεν σας χαιρέτησα.  Καληνύχτα!  Είστε ευχαριστημένος τώρα;»

«Γιατί λένε καληνύχτα οι άνθρωποι;»

Δε θα μ’ αφήσεις να φύγω απόψε χριστιανέ μου…  Και έχουμε και δουλειές αύριο πρωί. «Για να αποχαιρετηθούν. Λοιπόν… εγώ, σας χαιρέτησα. Σας είπα καληνύχτα. Έχουμε εκπληρώσει όλες τις απαιτήσεις του σαβουάρ-βιβρ. Θα θέλατε κάτι άλλο;»

Ο άλλος απάντησε τόσο ακαριαία που ο νεαρός δεν πρόλαβε καν να γυρίσει το κεφάλι. «Όχι… δεν είναι έτσι. Δε χαιρετάς με την καληνύχτα. Η καληνύχτα δεν είναι αποχωρισμός. Είναι παρέα».

Ο νεαρός είχε μείνει ακίνητος. Και κοιτούσε τον άλλο με μεγάλη περιέργεια. Ναι, τώρα, έστω για μια στιγμή, το μάτι και η ματιά του βρίσκονταν στο ίδιο σημείο.
«Όταν η μάνα σου ή ο πατέρας σου ερχόταν το βράδυ να σου πει καληνύχτα, και κοίταζε αν είσαι καλά σκεπασμένος, και πάντοτε όλως τυχαίως δεν ήσουν, και πάντοτε όλως τυχαίως τραβούσε προς τα πάνω την κουβέρτα, σου χάιδευε το κεφάλι, σου έδινε κι ένα φιλί… δε σ’ αποχωριζόταν με την καληνύχτα αυτή. Σου έλεγε «θα είμαι μαζί σου. Μη φοβάσαι το σκοτάδι, εγώ θα είμαι εδώ για σένα».

«Ναι, αλλά πια είμαι πολύ μεγάλος για να έρχονται οι γονείς μου να μού λένε καληνύχτα και να με σκεπάζουν, δεν νομίζετε;»

«Δε σου λείπει καμιά φορά αυτό;»

«Όχι. Μπορεί και να νευρίαζα αν κάποιος το έκανε ακόμα αυτό…» 

«Εσύ… θα ‘θελες να το κάνεις αυτό; Να έχεις κάποιον να του λες καληνύχτα κάθε βράδυ… και να εννοείς… πέσε να κοιμηθείς… κι εγώ είμαι εδώ για σένα…»

Η ματιά του νεαρού άφησε και πάλι το μάτι και στράφηκε προς τα μέσα. Είναι νύχτα, είναι μονάχος στο δωμάτιό του. Η κοπέλα του είναι μακριά, και ψιλοκαβγαδίσανε λίγες ώρες πριν από το τηλέφωνο. Οι φίλοι του είναι κι αυτοί μακριά. Οι δουλειές του πάνε από το κακό στο χειρότερο, τρέχει από δω κι από κει για ένα κομμάτι ψωμί. Κοιτάει το ταβάνι, όχι, δεν παίζει ωραίο έργο απόψε εκεί. Κοιτάει το παράθυρο, τα φώτα των αυτοκινήτων που αλλάζουν το χρώμα του δωματίου. Ακούει τα σκυλιά που γαβγίζουν έξω, τους μεθυσμένους που μιλούν ακατάληπτα. Κλείνει τ’ αυτιά. Ένα κουνούπι πραγματοποιεί χαμηλές πτήσεις  κάπου κοντά στο δεξί του αυτί. Κόλαση. Στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Σηκώνεται, πάει τουαλέτα. Στριφογυρίζει στο δωμάτιο. Σβούρα. Σβούρα αμφίβια.

«Ο καθένας θα ‘θελε μια καληνύχτα κάθε βράδυ. Μια τέτοια καληνύχτα… γιατί όχι; Είτε να τη λέει, είτε να την ακούει… Αλλά…» ο νεαρός συννέφιασε…

«Αλλά;»

«Δεν μπορεί αυτό να γίνεται για πάντα… Δεν μπορείς να έχεις πάντα κάποιον δίπλα σου."

«Εσείς οι νέοι θέλετε το «για πάντα». Δε συμβιβάζεστε με κάτι λιγότερο ποτέ…» είπε ο άλλος.

«Οι άνθρωποι φεύγουν. Είμαστε όλοι σβούρες. Σβούρες αμφίβιες. Κι εμένα… οι δικοί μου άνθρωποι είναι μακριά».

«Μα είπες ότι θα νευρίαζες αν σού συνέβαινε αυτό τώρα…»

Ναι, θα νευρίαζε αν ήταν ακόμα πιτσιρίκος, αν ήταν απ’ αυτούς τους πιτσιρίκους που απεγνωσμένα προσδοκούν να μεγαλώσουν, που θα ήθελαν να τρέξουν το βιντεάκι της ζωής λίγο πιο γρήγορα λες κι είναι ταινία που την ψιλοβαρέθηκες και θες να δεις την επόμενη σκηνή, κι ας είναι η τελευταία. Μα αυτός δε βιαζόταν ποτέ να μεγαλώσει, και τώρα που μεγάλωσε, τι κατάλαβε δηλαδή, πέρα από το να στριφογυρίζει σαν σβούρα κάθε βράδυ στο κρεβάτι του;

«Εσείς;» Ένας ωραίος τρόπος να ξεφύγεις από τη δύσκολη θέση είναι να πετάς τη μπάλα στο γάμο του Καραγκιόζη, στη χειρότερη περίπτωση θα χτυπήσει κόρνερ ο αντίπαλος.

«Εγώ…  έχω το αντίστροφο πρόβλημα. Εγώ δεν έχω πού να πω καληνύχτα. Κι αυτό είναι χειρότερο από το να μην έχεις εσύ κάποιον να σου πει…  Δεν έχω κανέναν να τον σκεπάσω το βράδυ και με την καληνύχτα μου να δώσω το σύνθημα «θα είμαι δίπλα σου μεγάλε, μη μασάς. Είναι μεγάλος πόνος να περισσεύουν τα βράδια οι καληνύχτες. Να μένουν ανείπωτες… Να μην πηγαίνουν να εγκατασταθούν πάνω από κανένα προσκεφάλι. Να πεθαίνουν βουβές…»

Κοίτα να δεις προβλήματα που έχει η κοινωνία… Ο νεαρός χαμογέλασε. 

«Κι αν είχατε, δεν θα το κάνατε για πάντα. Θα κουραζόσαστε. Θα βαριόσαστε. Θα το ξεχνούσατε. Κι οι γονείς μου σταμάτησαν να μου λένε καληνύχτα πριν τους δείξω πόσο με εκνευρίζει».

«θα μπορούσα να το κάνω για πάντα».

«Μεγάλη μπουκιά φάε… μεγάλο λόγο μην πεις…» Το παιχνίδι από ποδόσφαιρο με σουτ μακριά από το γήπεδο είχε μετατραπεί πλέον σε πολύ στοχευμένο πιγκ-πογκ…

«Δεν με πιστεύεις»

«Όχι. Εσείς είπατε ότι δεν υπάρχει «για πάντα»

«Αν νοιάζεσαι, υπάρχει. Πάμε ένα στοίχημα;»

Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους.

Ο άλλος έβγαλε από την τσέπη του ένα κινητό τηλέφωνο. Το έδωσε στον νεαρό – τα μάτια του έγιναν ακόμα μεγαλύτερα – μα τι θέλει να πει ο άνθρωπος;

«Πάρε αυτό το τηλέφωνο…»

«Να το κάνω τι;»

«Κάθε βράδυ… σ’ αυτό το τηλέφωνο… θα έρχεται μια καληνύχτα. Τώρα. Και για πάντα. Δε σου ζητάω το δικό σου τηλέφωνο. Δε σου ζητάω ούτε το όνομά σου. Αλλά θα σου στέλνω κάθε βράδυ μια καληνύχτα. Θα σε λέω «Σβούρα». Ή… κάτσε να σκεφτώ… Το ξέρεις εκείνο τα καρτούν, το δαίμονα της Τασμανίας; Που όλο στριφογυρίζει; Ναι… Έτσι, θα σε λέω «Ταζ»…»

Ο νεαρός έβαλε τα γέλια. «Ωραίο όνομα!»

«Δε χρειάζεται καν να απαντάς…Θα δεις… αυτό θα κρατήσει για πάντα!»

«Είστε τρελός…»

«Πάρτο… Και αν πιστεύεις ότι είμαι τρελός, πέταξέ το μόλις βγεις έξω… Κάποιος άλλος θα το βρει… και κάθε βράδυ… θα λαβαίνει μια καληνύχτα. Για πάντα.»

«Για πάντα… Κι αν χάσετε;»

«Σίγουρα θα χάσω. Αλλά… κι αν χάσω… κάτι θα γίνει!» Έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του νεαρού «Καληνύχτα…» είπε… «Τι είπαμε, κύριε Ταζ, ότι σημαίνει καληνύχτα;»

«Κοιμήσου εσύ… κι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό σου».

«Ακριβώς. Απόψε… σου είπα την καληνύχτα μου… Δεν θα ξοδέψω λεφτά για το μήνυμα…» Άνοιξε την πόρτα, μπήκε σ’ ένα μικρό παλιό αμάξι, κι έφυγε.

Ο νεαρός με τα μεγάλα μάτια κρατούσε σφιχτά στο χέρι το τηλέφωνο. Η πρώτη σκέψη ήταν να το πετάξει. Το άφησε πάνω σ’ ένα απ’ τα τραπέζια κι έκανε να φύγει. Γύρισε πίσω. Το έβαλε στην τσέπη. Πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Το επόμενο βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, το είχε ήδη ξεχάσει, μα ο ήχος του μηνύματος ακούστηκε από την τσέπη του νεαρού. «Αγαπητέ Ταζ… Για να μην ξεχνιόμαστε… Αυτή είναι η πρώτη καληνύχτα. Μην ξεχνάς να ονειρεύεσαι πολύ». Ο Σβούρας ή Ταζ με τα μεγάλα μάτια χαμογέλασε κι έπεσε για ύπνο. «Πλάκα έχει…».

Μετά τις πρώτες δεκαπέντε μέρες, και τις πρώτες δεκαπέντε τακτικότατες καληνύχτες, ο Ταζ (γιατί έτσι τον αποκαλούσε πλέον ο περίεργος κύριος στο κινητό) αποφάσισε να βγάλει το κινητό από την τσέπη του, και να το τοποθετήσει στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι του, λίγο πιο πέρα από το ξυπνητήρι. Ο παλαβός κύριος ήταν τακτικός. Γύρω στα μεσάνυχτα, λίγο πριν, λίγο μετά, ηχούσε το κουδουνάκι του μηνύματος. Δεν ήταν πολύ διαφορετικό κάθε βράδυ – πόσοι διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν για να πεις καληνύχτα; - ωστόσο πάντα περιλάμβανε μια ενθαρρυντική κουβεντούλα, από ένα «Μη μασάς, μεγάλε», μέχρι πιο τρυφερές εκδοχές του τύπου «Καλέ μου Ταζ, κάνε λίγο υπομονή και όλα θα περάσουν». Με κάποιο περίεργο τρόπο, όλα τα μηνύματα ταίριαζαν με την περίσταση που ζούσε ο Ταζ, ή, για να είμαστε δίκαιοι, ο ίδιος ο Ταζ έβρισκε έναν τρόπο να ταιριάζουν… Και καμιά φορά, που αργούσε να έρθει το μήνυμα, όχι πάνω από κανένα εικοσάλεπτο μετά τα μεσάνυχτα, ο Ταζ προσπαθούσε να ξεχαστεί κοιτώντας τις σκιές στο ταβάνι, αυτές που πάντα λάτρευε να βλέπει από παιδί. Όταν έβγαινε πάλι και το ξέχναγε στο κομοδίνο, γυρίζοντας σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κοιτάξει αν είχε έρθει η σημερινή καληνύχτα. Στην αρχή, από την περιέργειά του για την επιμονή του παλαβού κυρίου. Στην πορεία, επειδή άρχισε να νιώθει ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν έφτανε το μήνυμα, αν δεν άκουγε την καληνύχτα του. Δεν είναι ότι πάντα διάβαζε τα μηνύματα. Καμιά φορά του ήταν αρκετό να ακούσει τον ήχο στο κινητό, να δει το φωτάκι του να αναβοσβήνει… 

Κάποιες φορές απαντούσε κι εκείνος, με μια δικιά του καληνύχτα. Άλλες ζητούσε συγνώμη που δεν απάντησε. Η επόμενη καληνύχτα πάντα τον καθησύχαζε. «Μην ανησυχείς, αγαπητέ Ταζ. Εγώ είμαι αυτός που έβαλε το στοίχημα…»

Θα είχαν περάσει και είκοσι χρόνια, τουτέστιν περί τις επτάμισι χιλιάδες συνεχόμενες καληνύχτες. Κοντεύανε μεσάνυχτα και ο Ταζ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, πλάι στη γυναίκα του. Στο κομοδίνο της δικιάς του πλευράς το μοντέρνο του φωτιστικό και το στιλάτο ξυπνητήρι του είχαν έναν φτωχό και ηλικιωμένο γείτονα. Ένα παλιό κινητό, που λειτουργούσε μια φορά την ημέρα, μια φορά την ημέρα ακουγόταν ο ήχος του μηνύματος. Ο Ταζ είχε πάλι τα μεγάλα του μάτια στραμμένα στο ταβάνι, δεν του άρεσε ποτέ να διαβάζει το βράδυ, προτιμούσε τις εικόνες που ζωγράφιζε η φαντασία του παρέα με τις σκιές. Ήταν κουρασμένος, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί.  Πάλι το γνωστό στριφογύρισμα. Ξύπνησε και τη γυναίκα του. «Σβούρα είσαι βρε αγάπη μου». 

«Ναι. Σβούρα αμφίβια».

«Τι είπες;»

«Τίποτα. Συγνώμη. Προσπάθησε να κοιμηθείς.»

Ο ήχος του μηνύματος δεν ακούστηκε εκείνο το βράδυ.

Ο Ταζ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κι άλλες φορές είχε αργήσει ο παλαβός κύριος να στείλει το μήνυμά του. Αλλά ποτέ τόσο πολύ. 

«Με ξέχασες… Και είχες πει ότι θα κρατούσε για πάντα…» Πήρε στα χέρια του το κινητό, έλεγξε για άλλη μια φορά ότι ήταν φορτισμένο, ότι είχε αρκετή μνήμη για ένα ακόμη μήνυμα, ότι το δίκτυο είχε σήμα. Τίποτα.

Το πέταξε θυμωμένος στο κομοδίνο, σαν ένα παιδί που έπαψε να δουλεύει το παιχνίδι του. Γύρισε από το άλλο του πλευρό, με πλάτη στο ξυπνητήρι και το κινητό που τον πρόδωσε. Έκλεισε τα μάτια. Τίποτα. Ξανά ανάσκελα. Ξανά το μάτι στο ταβάνι. Η ματιά;

Το ρολόι έδειχνε τρεις το πρωί…  Μια άσπρη κουκίδα σαν να ξεκόλλησε από το ταβάνι κι άρχισε να πλησιάζει τον Ταζ. Σα νιφάδα χιονιού δίχως βάρος έμοιαζε να κατευθύνεται προς τα πάνω του. Ο Ταζ την κοιτούσε καθώς πλησίαζε και μεγάλωνε, έμοιαζε πια με ένα κομμάτι βαμβάκι που προσγειωνόταν απαλά στο κεφάλι του Ταζ. Σαν ένα από εκείνα τα άτσαλα καμιά φορά αλλά γεμάτα στοργή χάδια των μανάδων και των πατεράδων μας.

Ο Ταζ  δεν προσπάθησε καν να το πιάσει. Τα μάτια του κοιτούσαν πάλι το ταβάνι, μα η ματιά του ήταν μέσα στα χιόνια της νιφάδας από βαμβάκι. Ταξίδευε ανάμεσα στις ίνες,  κι ένιωθε σαν να τρέχει σ’ ένα δάσος από κατάλευκα δέντρα, και ένιωθε πως βρισκόταν μέσα σε μια  μεγάλη σφαίρα που κυλούσε απαλά στο κεφάλι του και σταμάτησε δίπλα στο αυτί του.

Ένας ψίθυρος ακούστηκε από τη νιφάδα.

«Ταζ, καλέ μου Ταζ…»

Τα μάτια του Ταζ έγιναν τεράστια, μα τα βλέφαρά του ανοιγόκλεισαν για να προλάβουν τις σταγόνες που άρχισαν σιγά σιγά να τα γεμίζουν.

«Έχασα το στοίχημα, καλέ μου Ταζ…»

Ο Ταζ δεν είχε δύναμη να μιλήσει. Μονάχα κατάπιε το σάλιο του κι έκλεισε τα μάτια, που είχαν πια βουρκώσει.

«Όμως… εδώ είμαι και τώρα, για σένα… Για πάντα, θυμάσαι;» 

Ο Τάζ ανάσανε βαθιά και η νιφάδα, παρασυρμένη από τη φόρα της αναπνοής του, πέταξε ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να πιάσει την πορεία της νιφάδας. Την είδε να πετάει ξανά και να βγαίνει από το δωμάτιο. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και προσπάθησε να την ακολουθήσει.

Σαν σβούρα τριγυρνούσε στο σπίτι ακολουθώντας τη νιφάδα… Την είδε να μπαίνει στο διπλανό δωμάτιο.

Μπήκε κι εκείνος ακροπατώντας…  ένα μικρό φωτάκι με τον Ταζ, τον Δαίμονα της Τασμανίας, σκόρπιζε ένα γλυκό κίτρινο φως στο παιδικό δωμάτιο.  Ο άλλος Ταζ, εκείνος με τα μεγάλα μάτια, παρακολούθησε τη νιφάδα να διαγράφει μια σπειρωτή τροχιά μέσα στο δωματιάκι και να προσγειώνεται γλυκά στο μαξιλάρι του παιδικού κρεβατιού.

Η κορούλα του Ταζ δεν κοιμόταν… Κοιτούσε κι εκείνη, σαν τον πατέρα της, το ταβάνι.  Βλέποντας τη νιφάδα να κατεβαίνει στο μαξιλάρι της… την πήρε στην παλάμη της και την έκλεισε σφιχτά μέσα εκεί… Ο Ταζ την πλησίασε κι εκείνη τον κοίταξε με τα δικά της μεγάλα μάτια, ολόιδια με τα δικά του. 

Ένας ψίθυρος ακούστηκε από τη νιφάδα.

«Τι ψυχή έχει μια καληνύχτα, καλέ μου Ταζ;»

Ο Ταζ φίλησε την κορούλα του… την σκέπασε καλά με την κουβέρτα και της είπε: «Κοιμήσου τώρα, καρδούλα μου… Καλή σου νύχτα».

«Μπαμπά, υπόσχεσαι ότι θα μου λες καληνύχτα για πάντα;»

Σχόλια

  1. Ξαφνικά έπεσα πάνω στο άρθρο και άρχισα να το διαβάζω από περιέργεια. Στη πορεία μου άρεσε και το διάβασα όλο. Ίσως από τα πιο συγκινητικα άρθρα που έχω διαβάσει.. γιατί σημασία τελικά δεν έχουν αυτές καθεαυτες οι λέξεις αλλά το νόημα ή και ακόμη ότι σκέφτηκες τον άλλον όταν θα του πεις καληνύχτα. Απλά υπέροχο!
    Μ.Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα