Σαν γλυκό του κουταλιού


Τα παραμύθια μοιάζουν με βαζάκια γλυκό του κουταλιού, κάπου εκεί πάνω, στα ψηλά ράφια του ντουλαπιού. Όλοι όταν είμαστε παιδιά έχουμε σκαρφαλώσει σε κάποιο σκαμνί για να φτάσουμε εκεί που η μάνα μας νόμιζε ότι είχε κρύψει τον απαγορευμένο καρπό. Και φροντίζαμε να τρώμε λίγο λίγο, για να μη φανεί η απώλεια από το βάζο, αλλά και για να μην τελειώσει το γλυκό, όπως και το παραμύθι.
Και για να απολαύσει το παιδί περισσότερο τη γεύση του γλυκού, πρέπει να κλείσει τα μάτια. Έτσι και για το παραμύθι, το παιδί πρέπει να κλείσει τα μάτια του, ν’ ακούει τα λόγια της μάνας, του πατέρα ή της νόνας. Και ν’ αφήσει τη φαντασία του να ταξιδέψει στον κόσμο του παραμυθιού. Να συναντήσει εκεί τους δράκους και τις νεράιδες, τους πρίγκιπες και τους φτωχούς, τα παιχνίδια που ζωντανεύουν και τα ζώα που μιλούν, τους θεούς και τους ήρωες, τους ανθρώπους που πετούν και περνάνε από σαράντα κύματα, μέχρι το καλό να νικήσει, κι όλοι να ησυχάσουν. Κι έτσι καθώς διαβάζει η μάνα στο παιδί το παραμύθι, η φαντασία ενώνεται με το όνειρο, με τη γλυκιά περιπέτεια του ύπνου.
Κάποτε το μόνο γλυκό που υπήρχε στο σπίτι ήταν το γλυκό του κουταλιού. Και το παραμύθι ήταν η μόνη διέξοδος των ανθρώπων από τη σκληρή ζωή τους. Άλλοτε αυτοσχέδιο, άλλοτε παραδομένο από γενιά σε γενιά, άλλοτε γραμμένο σε κάποιο βιβλίο. Λόγια που γίνονταν ταξίδια. Πού σε τραβούσαν από τη δύσκολη ζωή σου σ’ έναν κόσμο που χωρούσε και τις μάγισσες και τις πριγκίπισσες. Και το κακό και το καλό. Αλλά εκεί το κακό εξαφανιζόταν με κάποιο τρόπο μαγικό, όχι όπως στον αληθινό κόσμο. Κι αυτό, γέμιζε τα παιδιά ελπίδα πως ο δικός τους κόσμος, αυτός που θα ερχόταν, θα ήταν καλύτερος.
Θα νόμιζε κανείς ότι το παραμύθι ανήκει μόνο στα παιδιά. Εντάξει, έχουν προνομιακά δικαιώματα σ’ αυτό. Μα κάποιος πρέπει να φτιάξει το γλυκό. Κάποιος πρέπει να βρει τα υλικά, το φρούτο και τη ζάχαρη, να τα ετοιμάσει, να τα γλυκάνει, να τα βάλει στο βαζάκι, να τοποθετήσει το βαζάκι εκεί ψηλά, για να μπορέσει το παιδί ν’ ανέβει το σκαμνί και να βρεθεί λιγάκι πιο κοντά στον ουρανό.
Κι αυτός ο ερασιτέχνης ζαχαροπλάστης είναι ο νοικοκύρης στο σπίτι του παραμυθιού. Ο ίδιος ο παραμυθάς. Που ο ίδιος δεν είναι μικρός, αλλά για να μπορέσει να δέσει το γλυκό πρέπει να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του και να ξυπνήσει το παιδί που είναι κοιμισμένο εκεί μέσα. Και τα μάτια εκείνου του παιδιού πρέπει να ξαναγίνουν τα μάτια του. Κι εκείνο το παιδί θα ψάξει στον κήπο της καρδιάς του για να βρει τους καλύτερους καρπούς. Εκείνους τους καρπούς που μεγαλώνοντας ο ίδιος, έσπειρε και θέρισε με την εμπειρία της ζωής.
Κάπως έτσι ο παραμυθάς είναι ένας άνθρωπος με παιδική ψυχή, αλλά και με εμπειρίες ζωής. Εμπειρίες που τις δούλεψε ο χρόνος, που γλύκανε τις πληγές που έφεραν, που κράτησε την ομορφιά και το όνειρο. Που έριξε το σιρόπι του ακόμα και στα πικρά νεράντζια, τα έδεσε και τα τύλιξε με λέξεις, λέξεις αποσταγμένες από βιώματα, από χαρές κι από λύπες, από ανθρώπους αγαπημένους κι ανθρώπους που έφυγαν. Από την πραγματική ζωή, εκείνη που έχει πραγματικούς δράκους και νεράιδες, πραγματικούς πρίγκιπες και φτωχούς.
Μα θα μου πείτε, τι δουλειά έχει η καθημερινότητα στο παραμύθι, σ’ αυτό το παιχνίδι της φαντασίας που θέλει να μας βγάλει από την καθημερινότητα; Σαν γλυκό του κουταλιού, το παραμύθι φτιάχνεται από απλά υλικά, από απλές, μικρές στιγμές που κι ο ίδιος ο παραμυθάς μπορεί να μην είχε καν προσέξει όταν συνέβαιναν. Μα ξαναγεννήθηκαν σαν αναμνήσεις. Πέταξαν κι αυτές και έγιναν λέξεις και εικόνες. Μαγεύτηκαν από τη φαντασία, και μεταμορφώθηκαν σε παραμύθια.
Ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού, οι σταγόνες της βροχής που έτρεξαν από τη φτωχική στέγη, ένα ασημένιο κουτάλι ένα πληγωμένο έλατο, ένα χαλασμένο παιχνίδι που βρέθηκε στα σκουπίδια, ένα σύννεφο που μοιάζει με γρήγορο άλογο, ένα λουλούδι που το άνθος του μοιάζει μ’ ένα πανάκριβο φόρεμα. Μια βροντή που τρομάζει μέσα στη νύχτα, ένα λυχνάρι που η σκιά του μοιάζει μ’ ένα τεράστιο φάρο πάνω στον τοίχο. Απλά υλικά, που δεν τα βλέπουμε όλοι, που δεν τα εκτιμούμε όλοι.
Οι παραμυθάδες, με τα παιδικά τους μάτια, μπορούν να τα δουν. Ανοίγοντας τη βαλίτσα με τις αναμνήσεις τους, ζώντας αληθινά τις μικρές στιγμές τους. Τα ζεσταίνουν στη φωτιά της καρδιάς τους, την αγάπη τους για τα παιδιά, και τα κλείνουν με επιμέλεια στα γυάλινα βάζα… Όχι για να μείνουν εκεί για πάντα. Γιατί και οι παραμυθάδες έχουν μέσα στην καρδιά τους, εκτός από την αγάπη, και μια μεγάλη ελπίδα.
Την ελπίδα πως κάποιο απ’ όλα αυτά τα παιδιά που θα γευθούν το γλυκό του κουταλιού, θα μαγευτεί από τη γεύση του, και θα κληρονομήσει το ταλέντο του ζαχαροπλάστη. Κι όταν το βάζο του παλιού παραμυθά θα αδειάσει, ο καινούριος θα φτιάξει καινούρια γλυκά, καινούρια παραμύθια, με τους δικούς του καρπούς, εκείνους που με κόπο έχει συλλέξει από τη δικιά του ζωή. Με το σιρόπι της δικής του ψυχής. Κι έτσι τα παραμύθια θα υπάρχουν για πάντα.

Έτσι θα ζήσει η ελπίδα, πως ακόμα κι όταν όλα τα ράφια του σπιτιού μας είναι άδεια, θα υπάρχει ένα σκαμνάκι, που θα περιμένει ένα παιδί να ανεβεί σ’ αυτό και να κοιτάξει ψηλά. Να απλώσει τα χέρια του και να αρπάξει με λαχτάρα τα παραμύθια που είναι κρυμμένα σ’ εκείνο το βάζο, εκείνο το μοναδικό βάζο με το γλυκό του κουταλιού.


Ηλίας Τουμασάτος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα