"Σώμα πτυχώσεων": Μια συνάντηση με ποιήματα της Μαρίας Βλάχου




«Σώμα πτυχώσεων»
Μια συνάντηση με ποιήματα της Μαρίας Βλάχου
(Μαρία Βλάχου, Σώμα πτυχώσεων, Αθήνα: Περισπωμένη, 2016, σελ. 83)
Είναι στ’ αλήθεια παράξενο το συναίσθημα να γνωρίζεις έναν άνθρωπο μέσα από τις λέξεις του. Ιδιαίτερα όταν είσαι γείτονάς του. Κι όταν η κοινή σας γειτονιά είναι γεμάτη από φωνές παιδιών. Των παιδιών που, νήπια ακόμα, είχαν για πρώτη δασκάλα τους τη Μαρία, που σιγά σιγά οι παιδικές τους φωνές έγιναν εφηβικές, και που εσύ, ο καθηγητής του Λυκείου, όταν τα αποχαιρετάς έχουν πια γίνει γυναίκες και άντρες. Αν μέσα μας λοιπόν κουβαλάμε κάτι από τους δασκάλους μας, η πρώτη μου γνωριμία με τη Μαρία έρχεται μέσα από τους μαθητές της που πέρασαν από τις χαρούμενες αίθουσες του νηπιαγωγείου και έφτασαν στις πιο μουντές αίθουσες του λυκείου.
Κι ύστερα, έρχεται ο ποιητικός λόγος. «Σώμα πτυχώσεων», το βιβλίο της, και καθώς το παίρνω στα χέρια μου στο μυαλό μου ένα χαρτί, επίπεδο, γεμάτο λόγια, που το πιέζεις κι απ’ τις δυο πλευρές και ξαφνικά γεμίζει ακανόνιστες πτυχές, σαν τη θάλασσα που πάνω της ζωγραφίζουν οι άνεμοι. Σαν τα πρόσωπα των ανθρώπων, που πάνω τους ζωγραφίζει ο χρόνος. Και θέλει τόλμη ο άνθρωπος να ζωγραφίζει με τις λέξεις του εκείνες τις πτυχώσεις. Εκείνες, τις ίδιες, που ζωγράφισε η ίδια η ζωή. Όχι με μελάνι. Με διάφορα χρώματα. Και πολλές φορές, με πόνο. Γιατί τα πρόσωπά μας τα ζωγραφίζει και το χαμόγελο και ο πόνος.
Σας διαβάζω το «Φορεμένο χαμόγελο»
Οι ομορφότερες στιγμές
Χαράχτηκαν σε τρυφερά χαμόγελα
Ντροπαλά διασχίζοντας των ρωγμών τις φθορές
Και ύστερα υπάκουα κρύφτηκαν
Πίσω απ’ του ορίζοντα τα σύννεφα.
Κάπου στην άλλη πλευρά του κόσμου υπάρχεις
Το φορεμένο χαμόγελο μοιάζει λυπηρό εδώ πέρα.
Καιρός να πούμε γνώριμες αλήθειες
Λόγια που έχουν αποσιωπηθεί,
Τα βράδια αφήνομαι ν’ αποκοιμιέμαι πάνω σου
Και ξαναβρίσκω πρόσκαιρα της χαράς το βλέμμα…

Καμιά φορά τα φορεμένα χαμόγελα κρύβουν μια συγκατάβαση. Πάνω τους είναι χαραγμένες κάποιες αλήθειες τόσο προφανείς που μένουν άρρητες. Τόσο ηχηρές που κατοικούν στη σιωπή. Αλλά και άνθρωποι τόσο μακρινοί που η αύρα τους ακόμα κοιμάται πάνω σ’ αυτό το χαμόγελο, που η γεύση τους γίνεται πικρή πάνω στα χειμωνιάτικα, ραγισμένα χείλη που χαμογελούν. Κι έτσι, όπως φοράει ο άνθρωπος το χαμόγελο, έτσι όπως πάλλονται τόσοι πολλοί μύες του προσώπου για να το γεννήσουν, στις δυο άκρες του αρχίζουν να σκαρφαλώνουν προς τον ουρανό κι οι δυο άκρες της ανθρώπινης ψυχής. Η ηλιόλουστη κι η συννεφιασμένη.
Ας ακούσουμε το ποίημα «ΑΞΙΩΣΗ»
ΑΞΙΩΣΗ
Ανταμώνομαι συχνά με τα σύννεφα,
συχνότερα με το κλάμα τους,
μ’ αρέσει, δεν είναι πως δεν μ’ αρέσει,
μα να, έχω την αξίωση και ο ήλιος
να περνά από τα μάτια μου
μεταβιβάζοντας μια στάλα φως
στο ρημαγμένο μου ανοίκειο κόσμο.

Το κλάμα του σύννεφου καμιά φορά είναι λυτρωτικό. Μια καλοκαιρινή βροχή μετά από βδομάδες αφόρητης ζέστης. Ένα ξέσπασμα συγκίνησης του ανθρώπου μετά από βδομάδες αφόρητης πίεσης. Καμιά φορά το κλάμα είναι ελευθερία, είναι η στιγμή εκείνη που δεν σε νοιάζει ότι θα σε δουν να σπας «οι άλλοι», που δεν σε νοιάζει να μοιραστείς μαζί τους την απόλυτα προσωπική αυτή στιγμή. Όσο ο κόσμος γίνεται πιο ανοίκειος, πιο ρημαγμένος, η ανάγκη να ελευθερωθεί το κλάμα από το σύννεφο γίνεται πιο επιτακτική. Ανάλογα πιο επιτακτικές, ωστόσο, γίνονται και οι αναστολές μας. Κι ακόμα πιο επιτακτική είναι η ανάγκη να έρθει, έστω για λίγο, εκείνη η μικρή λιακάδα, που αξίζει στον καθένα. Στο δάκρυ του ανθρώπου υπάρχει η ανάγκη να τρυπώσει μια σταλίτσα φως. Όχι για να στεγνώσει το βλέμμα από συναισθήματα. Αλλά για βγει η ψυχή μας βόλτα στον ήλιο μετά τη βροχή. Για να «ξεστρατίσει» από τα τετριμμένα. Από εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι είσαι ακίνητος στη μέση μιας λίμνης με στάσιμα νερά.
Ακούμε το ποίημα: «Ξεστράτισμα»
ΞΕΣΤΡΑΤΙΣΜΑ
Με μια γνώση και μια άγνοια
ας πορευτούμε και σήμερα
έκπτωτοι ονειρολάτρες
Σ’ ένα γνώριμα άγνωστο τοπίο
Εάν παραέχει φως θα ‘ναι ξεστράτισμα
Απ’ της μιζέριας την έξη
Το συνεχές αμάρτημα

Αυτή η «έξη της μιζέριας», η ακινησία μέσα στη μέση της λίμνης, είναι συνώνυμη με την απόλυτη ερημιά, ακόμη κι αν τριγύρω σου στέκονται εκατοντάδες μικρές μιζέριες. Αν κάθε μέρα μας έχει ένα μικρό «ξεστράτισμα», μια μικρή αχτίδα πάνω στην γκρίζα καθημερινότητα, ίσως δώσουμε τον εαυτό μας μια μικρή ευκαιρία να σκαρφαλώνει ένα βήμα προς την κορυφή του λόφου με τα όνειρα.
Πώς θα βρούμε πάλι αυτό το δρόμο προς τον χαμένο παράδεισο των ονείρων… Κάπου εκεί στην ανηφόρα θα ακολουθήσουμε τα ίχνη τους. Και τα ίχνη τους είναι ξύσματα από πολύχρωμα μολύβια. Τα μολύβια των ονείρων. Χρωματίζουν τη ζωή μας. Μα η ζωή είναι μια μεγάλη ξύστρα, το μολύβι μας γίνεται όλο και μικρότερο. Αλλά το λάθος είναι να κοιτάμε το μολύβι, κι όχι τον δρόμο του ως εδώ, το δρόμο που χάραξαν τα ξύσματα του μολυβιού.
Σας διαβάζω το ποίημα «Ξύσματα».
ΞΥΣΜΑΤΑ
Πλανεύτηκε ο νους
ξεστράτισε το σώμα
ξεμείναμε βουβοί και ξεχασμένοι
σ’ ένα κατρακύλισμα απέραντα εγωιστικό
να μετράμε απομεινάρια ατόφιου εαυτού
ζώντας και πεθαίνοντας,
κομμάτια πικρής καταμέτρησης,
ξύσματα μελαγχολίας.
Οι απογοητεύσεις βαριές περικυκλώνουν
το ξεκαθάρισμα των συνειδήσεων·
φούξια πέταλα ξεπηδούν στις πέτρες,
βότσαλα ξεχασμένα λαμποκοπούν,
κύματα γέρνουν στο χάδι των δαχτύλων,
Το παιδί έξυσε το μολύβι του κι έφυγε.
Διακρίνεις μια χαραμάδα ελπίδας;
Ο καιρός προσμένει υπομονετικά,
Στέκεται αναδιπλωμένος περιμένοντας
να γεννηθούν πολύχρωμα ξύσματα ονείρων
στης νέας μέρας το ξημέρωμα.

Ο καιρός μοιάζει με μπαντονεόν, πτυχώνεται και ξεδιπλώνεται παράγοντας το τραγούδι της ζωής του καθενός μας. Έτσι κι η Μαρία Βλάχου ξεδίπλωσε τις δικές τις πτυχές. Αυτή είναι και η δύναμη της ποίησης. Να ανοίγει με τις λέξεις της φακέλους με κρυμμένα μυστικά. Να κλείνει μετά τα συναισθήματά μας από τα μυστικά που φανέρωσε. Η Μαρία είναι δασκάλα. Και η φωνή της ποίησής της, οι λέξεις της έρχονται προς εμάς με αγάπη. Όχι για να μας «κάνουν εντύπωση» αλλά για να ξεκλειδώσουν και τα δικά μας συναισθήματα. Η ποίηση είναι έκφραση της αγάπης του ποιητή για τον κόσμο και για τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι που γράφουν ποίηση φυτεύουν μέσα μας ένα σπόρο αγάπης, προσπαθώντας να μας καταλάβουν. Όπως κι ο δάσκαλος, αν στ’ αλήθεια αγαπάει το μαθητή του, προσπαθεί να τον κατανοήσει, να βάλει τον εαυτό του στη θέση του. Όσοι είμαστε δάσκαλοι, αυτόν τον αγώνα κάνουμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Έτσι κι ο ποιητής δεν ζητάει από μας να τον καταλάβουμε. Εκθέτει τον εαυτό του, ξεδιπλώνει τις πτυχώσεις του, για να κατανοήσει τον δικό μας κόσμο. Ο δάσκαλος κι ο ποιητής πρέπει να έχουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη. Και να έχει διαρκώς ανοιχτό τον διακόπτη της ενσυναίσθησης. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση σου. Ξεδιπλώνω τον εαυτό μου, αλλά κατά βάθος θέλω να ακούσω ΕΣΕΝΑ. Θέλω να σε καταλάβω. Θέλω να σε νιώσω.
Σας χαιρετώ με το ποίημα «Ενσυναίσθηση»
ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ
Είμαι εγώ
-κοίτα με-
Στρέφομαι σε σένα
Να μπω μέσα σου
Ν’ ακουμπήσω την παλάμη στην παλάμη σου,
Να ξαπλώσω την καρδιά μου στην καρδιά σου,
Ν’ αφουγκραστώ τα ενδότερα
Να σε νιώσω απ’ όσα νιώθεις,
Να σε αισθανθώ απ’ όσα αισθάνεσαι,
Να σε κατανοήσω βαθιά
Και μέσω αυτής της κατανόησης
Να πετάξω τα υπό διάλυση τείχη
Να σεβαστώ εσένα κι εμένα με ολόκληρη αγκαλιά
Επιθυμώντας να ησυχάζουμε μαζί,
Να συναθροίζουμε με σεβασμό συναισθήματα.

Ηλίας Τουμασάτος

Μεταξάτα, Ιόνιο Κέντρο Τεχνών και Πολιτισμού, 13-5-2017

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα