Ανδρέας Λασκαράτος: Η μοναξιά του ποιητή



Ανδρέας Λασκαράτος: Η μοναξιά του ποιητή

Ηλίας Τουμασάτος
Ομιλία στα «Λασκαράτεια Δρώμενα», Ληξούρι 29-7-2016
            Το 1845 ο Ανδρέας Λασκαράτος, σε ηλικία 34 ετών, ένα χρόνο πριν παντρευτεί και έντεκα χρόνια πριν τη θύελλα που θα ξεσηκωθεί με την έκδοση των «Μυστηρίων της Κεφαλονιάς», γράφει το ποίημα «Στη μοναξιά του κάμπου». Ο ποιητής είναι μόνος του στον κάμπο, με μοναδική του συντροφιά την καρδιά του, συντροφιά που χαρακτηρίζει «την καλύτερη του κόσμου». Αυτή, η «πιστή συντρόφισσά μου» λέει «δε δίνει υποψιές της φαντασιάς μου», «δε χολοταράζει τ’ άντερά μου» και είναι «όλη για με, κι όλη δική μου». Μερικές στροφές πιο κάτω λέει πως εκείνες τις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς
Και λέω, στη χώρα να μην πάω ποτέ μου.
Στη χώρα έχω τους φίλους τους δικούς μου,
Τους γνώριμους… αλήθεια, μα καλέ μου,

Δεν έχω τόσους πάλε αντίδικούς μου,
Ψευδόχριστους, εχθρούς της ηθικής μου,
Που τους ελέγχει και τους κάνει εχθρούς μου».

Το ποίημα τελειώνει με τον Λασκαράτο να λέει πως «Ο κάμπος είναι τσ’ ευχαρίστησής μου, / Κι η ανάπαψη η γλυκιά του ψυχικού μου».
            Πόσο μόνος μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος που έχει με τα γραφτά του βάλει απέναντί του ολόκληρη την κοινωνία της εποχής του; Κι αυτή η μοναξιά είναι συνέπεια αυτής του της πολεμικής ή απότοκος της ιδιοσυγκρασίας του;
            Ο Λασκαράτος μας έχει αφήσει πολλά κείμενα στα οποία μιλάει για τον εαυτό του. Πέρα από την «Αυτοβιογραφία» του, στο κείμενο της οποίας θα επικεντρωθούμε στο πλαίσιο της σημερινής ομιλίας, έχει μιλήσει πολλές φορές για τα γεγονότα της ζωής του, είτε έργα του που γράφτηκαν αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό («Απόκρισις εις τον αφορεσμόν», «Η δίκη μου με τη Σύνοδο», «Οι καταδρομές μου εξαιτίας του Λύχνου», «Τα παθήματα και οι παρατηρήσεις μου στις φυλακές της Κεφαλονιάς», «Η Ευρωπαϊκή Δημοσιογραφία αντιπαραταγμένη στες υστερινότερες θρησκευτικές και πολιτικές καταδρομές του Λασκαράτου», «Πέντε φυλλάδια κατά του Μπουντουβάρη»), αλλά και όποτε δοθεί ευκαιρία, σε άλλα του κείμενα.
            Για να διερευνήσουμε τη σχέση του Λασκαράτου με το εκάστοτε κοινωνικό του περιβάλλον, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Παρακολουθώντας την αφήγηση του ίδιου στην «Αυτοβιογραφία» του, μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά της αυτό-εικόνας του:
Από τη μία νιώθει ότι έχει μέσα του το μεράκι (και το σαράκι) του ποιητή, ξέρει ότι αυτό που αγαπά είναι να γράφει, και για το λόγο αυτό θεωρεί αδύνατο να ασκήσει αυτό που η μεγαλοαστική του οικογένεια έχει προδιαγράψει ως προορισμό του. Τη δικηγορία. Από την άλλη, μοιάζει να παραδέχεται ότι αυτή η ροπή του προς τις τέχνες συνοδεύεται από μια παρατεταμένη παιδικότητα, που εκδηλώνεται στην παιγνιώδη συμπεριφορά μέσα στο σπίτι, αλλά και την σχετικά καθυστερημένη και εξ ανάγκης ανάμιξή του με τη διαχείριση της σημαντικής οικογενειακής περιουσίας, μετά το θάνατο του πατέρα του, ένα χρόνο πριν γράψει το ποίημα που προαναφέραμε (το 1844).


Ήδη τριάντα χρόνων, ο ίδιος δεν φαίνεται να έχει εμπιστοσύνη στο ποιητικό του τάλαντο. Για το πρώτο του αυτοτελές δημοσίευμα «Το Ληξούρι εις τους 1836») δημοσιεύεται το 1845) θα πει: «Εγώ δεν εστάθηκα ποτέ ποιητής, δεν έκαμα ποτέ ποίησες. Μια φορά εστάθηκα στιχουργός και έκαμα στίχους». Τα ποιήματά του, όσα δεν έχει καταστρέψει, θα δημοσιευθούν πολύ αργότερα, και κατόπιν παραίνεσης της γυναίκας του (1872), με τη βοήθεια κάποιων «φιλόμουσων νέων», όπως ο ,και χορηγός της έκδοσης, ανηψιός του Αναστάσιος Φωκάς Γεωργακάτος, ο Μικέλης Άβλιχος, ο Παναγιώτης Βεργωτής και ο Νικόλαος Πανάς. Η έκδοση της ποιητικής του συλλογής τον πικραίνει ακόμα περισσότερο στα 60 του χρόνια, μια και ακόμα και στην Κεφαλονιά αποτυγχάνει από πλευράς πωλήσεων, ενώ δεν καταφέρνει να απασχολήσει ούτε και τους κριτικούς της Αθήνας, μια και ο ίδιος βρίσκεται έξω από τους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Θα ήταν άτοπο να πούμε επίσης ότι ο Λασκαράτος συγκεντρώνει στην Κεφαλονιά, γύρω από το πρόσωπό του έναν κύκλο, μια «σχολή», όπως είχε συμβεί με τον Σολωμό στην Κέρκυρα.
Παράλληλα με την αδύναμη και ανασφαλή ποιητική περσόνα, ξεδιπλώνεται ένας απολύτως διαφορετικός «δημοσιολόγος» Λασκαράτος. Ένας άνθρωπος με ισχυρή προσωπικότητα και θέληση, υψηλή αυτοεκτίμηση αναφορικά με την ηθική, τη νοημοσύνη και την καλλιέργειά του, που πιστεύει ότι έχει έρθει στον κόσμο με μια αποστολή: την αναμόρφωση, την εξέλιξη της κοινωνίας. Αυτή η προσωπικότητα ουσιαστικά «κουκουλώνει» τον φοβισμένο ποιητή, και αυτή εκδηλώνεται κυρίως μέσα από τον πεζό του λόγο, την «δημοσιογραφική» του δραστηριότητα. Η αναμόρφωση της κοινωνίας γίνεται στόχος της ζωής του. Θεωρεί ότι η δύναμη της αλήθειας είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τη ζωή του. Στέκεται απέναντι στην κοινωνία και εκτοξεύει εναντίον της σκληρές κατηγορίες, με αφετηρία τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» που εκδίδονται το 1856, στα σαρανταπέντε του χρόνια, και οδηγούν στον αφορισμό του από την τοπική Εκκλησία, έναν αφορισμό που όχι μόνο δεν θα τον πτοήσει, αλλά θα δυναμώσει την πολεμική του.


Για να φτάσουμε όμως στην έκρηξη του 1856, θα πρέπει να δούμε τη στάση του ποιητή απέναντι στην κοινωνία από τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια. Ρίχνοντας εκεί μια πιο κοντινή ματιά, διαπιστώνουμε ότι τα «Μυστήρια» πλάθονταν από τα πολύ μικρά του χρόνια εντός του. Ειδικότερα:
·         Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ο Λασκαράτος είχε τα χαρακτηριστικά αυτού που σήμερα ονομάζουμε «κοινωνική φοβία». Ο ίδιος μαρτυρεί ένα περιστατικό που μοιάζει με κρίση πανικού στην Κέρκυρα, που συνοδεύεται από κάποιες παραισθήσεις, αλλά και μια άρον άρον φυγή του από χοροεσπερίδα στο Ληξούρι (έφυγε από την αηδία που ένιωσε, και ξαναγύρισε για να πάρει τη γυναίκα του, που είχε μείνει πίσω). Δεν φαίνεται να έχει πολλούς φίλους (αναφέρει κατά καιρούς άλλους λογοτέχνες όπως τον Ιούλιο Τυπάλδο ή τον Μικέλη Άβλιχο), ακόμα και μετά τον σεισμό του 1867 που καταστρέφει το σπίτι του και ο ίδιος έχει πολλά οικονομικά προβλήματα κανείς, ούτε συγγενής, ούτε φίλος, ούτε η πολιτεία του προσφέρει βοήθεια. Ακόμη κι όταν βγαίνουν τα ποιήματά του οι φίλοι περιμένουν να τους τα χαρίσει. Η άρνησή του να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου πρέπει να οφείλεται και στη δυσκολία του να αγορεύσει. Ο ίδιος ομολογεί ότι κατά καιρούς χάνει τη φωνή του (και στην Ελλάδα και στην Αγγλία), ενώ στη δίκη με τη Σύνοδο  διαβάζει από χειρόγραφο και εκνευρίζεται από τις διακοπές.

·         Η πρώτη μικρή του περιπλάνηση από το Ληξούρι στη σχολή του Κάστρου (όπου συμμετείχε σε σκανταλιές μαζί με τους οικότροφους συμμαθητές του) και κατόπιν στην Κέρκυρα, η γνωριμία του σ’ αυτή την περίοδο με τον Μπάιρον, τον Σολωμό και τον Κάλβο, η ξένοιαστη νεανική ζωή στην Κέρκυρα, όπου δούλευε ως Γραμματέας της Ιονίου Γερουσίας, διακόπτεται απότομα όταν μετατίθεται στο Αργοστόλι, ως πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου και υποφέρει επειδή η ενήλικη ζωή του τον προσγειώνει σε μια μικρή πόλη όπου συναναστρέφεται, αντί για Γερουσιαστές, λόγιους και bon-viveurs, «βρώμικους χωριάτες», πράγμα που τον οδηγεί στην παραίτηση και κατόπιν στη Γαλλία και κατόπιν στην Ιταλία για σπουδές. Η επιστροφή του στην Κεφαλονιά με το δίπλωμα του δικηγόρου από το Πανεπιστήμιο , θα έχει δυναμώσει την εκτίμηση του για την κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη και συνακόλουθα θα κάνει την κοινωνία της Κεφαλονιάς, στην οποία έρχεται να κατοικήσει «χωρίς μέλλον», αφού δεν επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ή του δικαστή, να φαντάζει ακόμα μικρότερη και χειρότερη.

·         Είναι σχεδόν καθολική η αποδοκιμασία του για την κοινωνία του Ληξουρίου, της γενέτειράς του, όχι μόνο για τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, πράγμα το οποίο θα ήταν ενδεχομένως αναμενόμενο για μέλος χρυσοβιβλικής οικογένειας, αλλά ακόμα και για τους έχοντες υψηλότερο κοινωνικό status. Μιλάμε για περιφρόνηση που φτάνει ως την αηδία. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει ότι το Αργοστόλι, για το οποίο δεν έχει πολύ καλύτερα συναισθήματα, είναι «100 χρόνια πιο προχωρημένο από το Ληξούρι».  Ακόμη και στο ταξίδι του σε περιοχές της Ελλάδας και στην Κρήτη δεν φαίνεται να εκτιμά τους λόγιους που συναντά, κυρίως για το γεγονός ότι δεν επιλέγουν τη δημοτική ως γλωσσικό εργαλείο. Γυρίζει λοιπόν από την κοσμική ευρωπαϊκή ζωή σε μια κοινωνία που περιφρονεί – αυτό είναι το ιδανικότερο κλειδί για τον κόσμο της μοναξιάς.

·         Θα ακουστεί οξύμωρο, αλλά κρίσιμος παράγοντας και ταυτόχρονα βάλσαμο για τη μοναξιά του ποιητή είναι η παρουσία της γυναίκας του Πηνελόπης Κοργιαλένια. Ο Λασκαράτος δεν επιλέγει τη γυναίκα του από την τοπική κοινωνία. Έρχεται μαζί με τον «ιππότη» πατέρα της από την Ιταλία, και από την αρχή φαίνεται ότι ταιριάζουν απόλυτα με τον Λασκαράτο σε ό,τι αφορά τις αντιλήψεις του για την τοπική κοινωνία. Θαυμάζει τη σύζυγό του σε σημείο λατρείας, όπως φαίνεται και από τα γεμάτα τρυφερότητα και εκτίμηση ποιήματα που τις αφιερώνει. Αγαπάει ιδιαίτερα τα παιδιά που θα αποκτήσουν, ιδίως τις κόρες του, και καμαρώνει για την πρόοδο και τις ικανότητές τους. Αυτό που φαίνεται είναι ότι σιγά σιγά, και στο Ληξούρι, αλλά και στο Αργοστόλι, όπου μετακομίζουν, μαζί με την Πηνελόπη οικοδομούν ένα «κουκούλι»: ένα τείχος εντός του οποίου βασιλεύει η οικογενειακή γαλήνη και η οικογένεια αναπτύσσεται όπως την επιθυμούν οι γονείς. Μπορεί η γυναίκα και οι κόρες να βγαίνουν στον δρόμο, η εκπαίδευση όμως των παιδιών είναι ανατεθειμένη στη μητέρα, στον πατέρα, και σε Αγγλίδες δασκάλες. Έξω από τα στεγανά του οίκου, ένας πόλεμος ετοιμάζεται να ξεκινήσει ενάντια στο σύνολο της κοινωνίας του τόπου. Μαζί με την Πηνελόπη άλλωστε συνθέτουν τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς».



·          «Τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» είναι και η πρώτη και καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή του φάση της αποστολής που έχει οραματιστεί ο Λασκαράτος για την αναμόρφωση της κοινωνίας, δεδομένου ότι το 1850 απέτυχε να εκλεγεί στην Θ΄ Ιόνιο Βουλή ώστε να επιχειρήσει μέσα από ένα θεσμικό ρόλο να παρέμβει στην κοινωνία. Τα Μυστήρια, δομημένα σε τρία μέρη, είναι μια οξεία καταγγελία της κατάστασης που επικρατεί στο νησί, σε τρεις βασικούς πυλώνες της δημόσιας ζωής: Την κοινωνική κατάσταση, τις θρησκευτικές λατρευτικές πρακτικές και την πολιτική ζωή. Τα «Μυστήρια» δηλαδή έχουν τρεις στόχους και όχι έναν. Στις δυο πρώτες κατηγορίες ο Λασκαράτος διατυπώνει αυτό που ονομάζουμε «άβολες αλήθειες» για την συντηρητική, καθυστερημένη, γεμάτη αγκυλώσεις, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, υποκρισία, διαφθορά, υποκρισία, άγνοια κοινωνική και λατρευτική ζωή. Στον τρίτο στόχο, διατυπώνεται η πολιτική κοσμοθεωρία του Λασκαράτου, που είναι ξεκάθαρα ενάντια στον Ριζοσπαστισμό και την Ένωση. Αυτή η κατά μέτωπον επίθεση εναντίον όλων θα προκαλέσει και τις αντιδράσεις όλων. Η Εκκλησία θα αντιδράσει ηχηρότερα, με τον αφορισμό, ο οποίος θα γίνει από εκεί και πέρα το επίκεντρο αλλά και το εργαλείο της πολεμικής του Λασκαράτου. Τώρα πια δεν είναι μόνο εκείνος που κρατά αποστάσεις από την κοινωνία, είναι και η κοινωνία που είναι εχθρική απέναντί του. «Κατατρεγμένος, απαρατημένος, φτυσμένος, καταδιωκόμενος από τον όχλο, συκοφαντημένος, καταδιωκόμενος από τον όχλο», είναι λέξεις που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την κατάστασή του. Όλοι, συγγενείς, εξουσία, κλήρος, τον απομονώνουν», κι όμως μέσα στη μοναξιά του αισθάνεται ότι δικαιώνεται: Ο ρόλος του ως κατηγόρου, εισαγγελέα, νεωτεριστή, κοινωνικού αναμορφωτή βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη: Ο  ίδιος λέει ότι, παρόλα τα πάθη του, που «Ήμουν απάνω απ’ όλα τούτα και ήμουν ο Κύριος της κοινωνίας εκείνης».


·         Αυτή η φράση προοικονομεί και τη στάση του στα επόμενα χρόνια. Μετά τη φυγή του στη Ζάκυνθο, θα διαπιστώσει ότι και εκεί υπάρχει ένα «κτηνώδες πλήθος» από «ανθρωπόμορφα ζώα». Θα εκδώσει το «Λύχνο» και θα έρθει σε νέα αντιπαράθεση με τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο, ενώ θα συνεχίσει την πολεμική του ενάντια στα κακώς κείμενα της λατρευτικής ζωής. Η δίκη με τον Λομβάρδο θα οδηγήσει τον «αυτοεξόριστο» Λασκαράτο στις Φυλακές της Κεφαλονιάς. Στην Αυτοβιογραφία παραδέχεται ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε εναντίον του ήταν κάπως τσουχτερές. Η παρέμβαση συμπολιτών του από το Ληξούρι (και όχι από το Αργοστόλι) θα τον ελευθερώσει πρόωρα, και ο Λασκαράτος θα εκδώσει τη δική του εκδοχή για τις διώξεις του εξαιτίας του Λύχνου και την εμπειρία του στις Φυλακές, που καμία σχέση δεν είχε με τον αφορισμό του.

·         Η Ένωση έρχεται, και παρόλα τα παθήματα ο Λασκαράτος αισθάνεται, όπως ο ίδιος ομολογεί, κύριος του παιχνιδιού. Θα συνεχίσει την πολεμική του ακάθεκτος, αυτή τη φορά επικεντρωμένος στον ένα από τους τρεις στόχους του. Την Εκκλησία. Ο ίδιος φροντίζει να αναζωπυρώσει την αντιπαράθεση, επανεκδίδοντας το κείμενο του αφορισμού του και (μια δωδεκαετία μετά από αυτόν, το 1868) την «Απόκριση στον Αφορεισμό», κείμενο το οποίο αποστέλλει ο ίδιος στην Ιερά Σύνοδο, προφανώς για να πάρει το ζήτημα νέες διαστάσεις, τώρα που πλέον τα Επτάνησα ανήκουν στο Ελληνικό Βασίλειο. Το αποτέλεσμα είναι νέα κακουργηματική αυτή τη φορά δίκη, στην οποία αθωώνεται, και την οποία έχει ο ίδιος μετατρέψει σε δημόσιο θέαμα (και βέβαια θα εκδώσει σε βιβλίο τη σχετική εμπειρία του: «Η Δίκη μου με τη Σύνοδο» ονομάζεται το βιβλίο, αν και στην ποινική δίκη δεν έχουμε κατ’ αντιμωλία αντιπαράθεση. Ο Λασκαράτος θεωρεί τη νίκη του ως ένδειξη της απόφασης του Κυρίου για συνέχιση της αποστολής του. Η πολεμική και οι αντιδράσεις είναι πλέον λιγότερες (η κοινωνία δεν ήταν άμεσα στο στόχαστρο και όπως λέει και ο ίδιος είχε ωριμάσει, αν και ο ίδιος θα επιδοθεί στη συνέχεια σε άλλη μια τετράχρονη δικαστική μάχη με τον Μπουντουβάρη, με αφορμή τη μη χορήγηση άδειας διδασκαλίας στην κόρη του Λασκαράτου. Η Εκκλησία επίσης σιώπησε (Ο Λασκαράτος θεώρησε «εύγλωττη» τη σιωπή, ως ομολογία ήττας).
Πέτυχε όμως το στόχο του ο Λασκαράτος; Άλλαξε την κοινωνία ή απλά της γνώρισε τα κακώς κείμενά της; Το τίμημα της μοναξιάς ήταν για τον ίδιο και την οικογένειά του μεγάλο: Ο ίδιος λέει: «Αφορεσμοί, φτυσιές στην αγορά, λιθοβολισμοί, φυλακίσεις, εξορίες, συκοφαντίες, δυσφημήσεις, πιστολιές, επιβουλές, βρισιές, προσβολές δημόσιες, φτώχεψη». Απέναντι σ’ αυτές ο ποιητής προτάσσει την ανίκητη δύναμη της Αλήθειας. Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι ασφαλώς ένα καθοριστικό βήμα για την αλλαγή. Ωστόσο δεν αρκεί.


Ένας άνθρωπος που επιλέγει τη μοναξιά δεν μπορεί να αλλάξει μόνος του τον κόσμο, όσες ικανότητες κι αν διαθέτει. Ο Λασκαράτος δεν επεδίωξε να ανοίξει διάλογο με την κοινωνία, αλλά να την στηλιτεύσει. Δεν συνεργάστηκε με κανέναν για την επίτευξη των στόχων του. Παρέμεινε «μοναχικός λύκος», δεν θέλησε να αναζητήσει υγιή κύτταρα στην κοινωνία, προέκρινε το «εγώ» από το «μαζί». Παρότι με τη γυναίκα του λειτούργησαν μαζί για ένα διάστημα ένα σχολείο, παρότι το σχολείο για τους θιασώτες του Διαφωτισμού είναι το όχημα για την αλλαγή της κοινωνίας και την αφύπνισή της, δεν το χρησιμοποίησαν ως φορέα νέων ιδεών, αλλά ως μέσο βιοπορισμού. Πώς θα αλλάξει λοιπόν μια κοινωνία, αν δεν προσπαθήσεις να την αλλάξεις, μαζί με κάποιους άλλους;
Όσα είπαμε, δεν μειώνουν σε καμία περίπτωση την αξία του έργου του Λασκαράτου, τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, το αξιοθαύμαστο της επιλογής του να σταθεί απέναντι σε όλους και να μην εγκαταλείψει τις ιδέες του. Σήμερα, διαβάζοντας με πιο ψύχραιμο βλέμμα τις απόψεις του, βλέπουμε ότι δεν ταιριάζουν μόνο με την εποχή του ποιητή, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών και με τη δική μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνία δεν άλλαξε. Αλλά ότι η κοινωνία οφείλει διαρκώς να αλλάζει. Και ίσως η αφετηρία γι’ αυτό, αφετηρία που ωστόσο δεν αρκεί, πρέπει να είναι άνθρωποι σαν τον Λασκαράτο, που θα πληρώσουν με τη μοναξιά τους το τίμημα του να αποκαλύπτεις και να στηλιτεύεις την Αλήθεια. Όχι μόνο εκείνη την αλήθεια που είναι ανώδυνη. Αλλά την άβολη αλήθεια. Εκείνη που πονάει. Εκείνη που ζητάει την αλλαγή.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα