Τα κεφαλονίτικα της ξενιτιάς

"Επιβιώσεις στοιχείων της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας στις κοινότητες της Ελληνικής Διασποράς τον 20ο-21ο αιώνα. Η περίπτωση Κεφαλονιάς-Ιθάκης".



Οι Κεφαλονίτες και οι Ιθακήσιοι ακολούθησαν το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελλάδας ως χώρας προέλευσης οικονομικών μεταναστών στις χώρες του εξωτερικού κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Οι μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές μάλιστα δεν κατευθύνονται προς περιοχές στις οποίες το κεφαλονίτικο και θιακό στοιχείο είχε έντονη παρουσία τους προηγούμενους αιώνες (όπως ο Βόρειος Εύξεινος, οι παραδουνάβιες περιοχές, η Μασσαλία, η Βρετανία, η ιταλική χερσόνησος, η Πόλη και η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια).
Οι νέες περιοχές, στο πρώτο μεγάλο κύμα της μετανάστευσης, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είναι ασφαλώς οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο πόλεμο, αλλά ιδιαίτερα μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 και πάλι οι κάτοικοι των δύο νησιών θα ακολουθήσουν καινούριους δρόμους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποτελέσουν πρωταρχικό προορισμό, ενώ νέες χώρες υποδοχής είναι πλέον ο Καναδάς, η Αυστραλία, αλλά και οι αποικιοκρατούμενες ακόμη χώρες της Νοτίου Αφρικής, από τις οποίες το κεφαλονίτικο στοιχείο θα αποχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Στις αποσκευές των μεταναστών, και μάλιστα με ιδιαίτερο βάρος, συμπεριλαμβάνεται και η λαϊκή κουλτούρα της εποχής κατά την οποία φεύγουν από τα νησιά. Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στα μέσα του εικοστού αιώνα: τότε είναι που αρχίζει, μετά την ενσωμάτωση των μικρασιατών προσφύγων και τους πολέμους, η αποκρυστάλλωση μιας «ενοποιημένης» νεοελληνικής λαϊκής κουλτούρας, εις βάρος της πλειάδας των «τοπικών» λαϊκών πολιτισμικών στοιχείων. Στα νησιά μας η συγκυρία των σεισμών είναι καθοριστική, καθώς το δομημένο περιβάλλον αφανίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά, ο πληθυσμός φεύγει προς κάθε κατεύθυνση, τίποτα δεν είναι πλέον όπως στο παρελθόν.

Οι Κεφαλονίτες και οι Θιακοί, φεύγοντας, διατηρούν «εκείνη» την «τοπική» πολιτισμική ιδιαιτερότητα που βίαια, αλλά και νομοτελειακά, χάθηκε στους σεισμούς και τον «εκσυγχρονισμό» των δεκαετιών που ακολούθησαν. Και τη μεταφέρουν σε άλλες κοινωνίες, με διαφορετικά και πολύμορφα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι έχουν ολοκληρώσει ή παρακολουθήσει μέρος της στοιχειώδους εκπαίδευσης, έχουν απασχοληθεί στα νησιά κυρίως στον πρωτογενή τομέα, αλλά και λιγότερο στην οικοδομή και τη ναυτιλία, και δεν κατέχουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Την ίδια στιγμή λοιπόν καλούνται να ενσωματωθούν στις χώρες υποδοχής, και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά της δικής τους τοπικής κουλτούρας. Το γεγονός ότι οι Κεφαλονίτες και οι Θιακοί προέρχονταν από πρώην βρετανικές κτήσεις δεν διευκόλυνε την ενσωμάτωσή τους στο αγγλοσαξονικού τύπου κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Αντίθετα, η διατήρηση των τοπικών «παραδοσιακών» στοιχείων ήταν ευκολότερη υπόθεση, ακόμη και αν η ποικιλομορφία της προέλευσης των Ελλήνων μεταναστών καθιστούσε τις ελληνικές συνοικίες «μικρές Βαβυλωνίες», όπου ακούγονταν όλα τα τοπικά ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα.

Αυτές οι «τοπικές κουλτούρες» των περιοχών προέλευσης «θεσμοποιούνται» με τη σύσταση των τοπικών ενώσεων Κεφαλλήνων και Ιθακησίων. Οι σύλλογοι-μέλη της Ομοσπονδίας  Κεφαλονίτικων και Θιακών Σωματείων «Οδυσσέας» δείχνουν ότι σε όλες τις χώρες και περιοχές υποδοχής υπάρχουν τέτοιες ενώσεις: Η πλειονότητα είναι στις ΗΠΑ (New York, New Jersey, Delaware, Washington DC, Virginia, Florida, California, Chicago), στον Καναδά (Toronto, Montreal), στη Νότιο Αφρική (Ζιμπάμπουε και Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία) και στην Αυστραλία (Sidney).  Για τις πρώτες γενιές των μεταναστών οι ενώσεις αυτές αποτελούν χώρους διατήρησης της τοπικής λαϊκής κουλτούρας, μέσω των ποικίλων εκδηλώσεων που διοργανώνουν και φιλοξενούν, συχνά αναμειγνύοντας τοπικά στοιχεία με στοιχεία από τη λαϊκή κουλτούρα της χώρας υποδοχής. Ασφαλώς και είναι χώροι διατήρησης. Είναι όμως και χώροι αναπαραγωγής ή εξέλιξης αυτής της λαϊκής κουλτούρας; Μπορούν να αφορούν οι δράσεις τους τις νεότερες γενιές; Συμμετέχουν οι νεότερες γενιές στη διοίκησή τους;

Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη και δεν μπορεί να αποτιμηθεί με αριθμητικά δεδομένα. Ο μέσος όρος ηλικίας των μελών ενός συλλόγου δεν αποδεικνύει αναγκαστικά ότι οι δράσεις του είναι νεωτερικές. Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε αν και πώς επιβιώνει η λαϊκή κουλτούρα στις νέες γενιές, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας κάποιες επιπλέον παραμέτρους.

1. Τα παιδιά της πρώτης γενιάς μεταναστών ακούν το κεφαλονίτικο τοπικό ιδίωμα στα πρώτα χρόνια της ζωής τους στο σπίτι, και αυτό διαμορφώνει το ελληνικό γλωσσικό τους εργαλείο με μεγαλύτερη ισχύ σε σχέση με τα ελληνικά που τυχόν θα μάθουν στα ελληνικά σχολεία. Αντίθετα, τα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών έχουν τα αγγλικά ως πρώτη γλώσσα και δεν είναι λίγες οι φορές που δεν παρακολουθούν καν ελληνικό σχολείο ή έστω κάποιο από τα ολιγόωρα προγράμματα ελληνικής γλώσσας που προσφέρονται “after school”. Τα βασικά ελληνικά της δεύτερης γενιάς είναι κεφαλονίτικα ενώ η τρίτη γενιά με δυσκολία μιλά τα βασικά ελληνικά. Και οι δύο γενιές έχουν χάσει την «ομογενοποίηση» της ελληνικής γλώσσας, ακόμα και στο επίπεδο της προφοράς, που έχει συντελεστεί μετά τα μισά του αιώνα, με τη βοήθεια του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, αλλά και την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας που διδάσκεται στην εκπαίδευση.

2. Αλλά και η ίδια η ελληνόγλωσση εκπαίδευση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ευνοήσει την διατήρηση της «τοπικής» κουλτούρας κάθε περιοχής, καθώς αναγκαστικά απευθύνεται στους ελληνόπαιδες που προέρχονται από διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου. Στις ΗΠΑ η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών σχολείων έχουν ιδρυθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα που από μόνο του επηρεάζει τα σχολικά αναλυτικά προγράμματα. Ακόμη κι αν στο ελληνικό σχολείο διδάσκονται παραδοσιακοί χοροί, π.χ., το παιδάκι που κατάγεται από την Κρήτη θα μάθει χορούς που ποτέ δεν χορεύονταν στην πατρίδα των γονιών του, ωστόσο στο δικό του φαντασιακό αυτό καταχωρίζεται ως «παράδοση»., ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκρητισμό από πολλές τοπικές παραδόσεις, ο οποίος στη χώρα προέλευσης ουδέποτε είχε ενιαία χαρακτηριστικά. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που αυστηροί κανονισμοί και υψηλά δίδακτρα λειτουργούν αποτρεπτικά, ενώ οι καλύτεροι μαθητές εκ των πραγμάτων θα αναζητήσουν, το αργότερο μετά το δημοτικό, «επώνυμα» και «πρότυπα» σχολεία που θα μπορέσουν να τα οδηγήσουν σε επιτυχημένες ανώτατες σπουδές.

3. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αγνοηθεί η συμβολή της Εκκλησίας στη διατήρηση και την αναπαραγωγή λατρευτικών πρακτικών της χώρας προέλευσης, που εν πολλοίς είναι κοινές για όλο τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Ακόμη κι αν δεν μιλούν την ελληνική γλώσσα, πολλοί Έλληνες της διασποράς, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου και οικονομικής ισχύος, τηρούν επιμελώς τις λατρευτικές τους υποχρεώσεις. Αυτό δεν θα πρέπει απαραιτήτως να συνδεθεί με την ανάγκη διατήρησης ενός εθνικού χαρακτηριστικού. Πιστεύουμε ότι περισσότερο είναι το θρησκευτικό συναίσθημα, απαλλαγμένο από πολλά τοπικά χαρακτηριστικά, που λειτουργεί ενοποιητικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον «Εθνικό Κήρυκα» την εφημερίδα των ομογενών της Νέας Υόρκης δημοσιεύονται, σε «φυσικό μέγεθος» κηδειόσημα σαν αυτά που βλέπουμε στις κολώνες στην Ελλάδα.

4. Παρόμοιος συγκρητισμός εμφανίζεται και στη μουσική. Οι Κεφαλονίτες των δεκαετιών του 1950 και 1960 φεύγουν με την κουλτούρα της καντάδας και του ελαφρού τραγουδιού και φτάνουν σε περιοχές όπου ήδη υπάρχει διαμορφωμένη μουσική παράδοση (ΗΠΑ, σχετιζόμενη κυρίως με το ρεμπέτικο τραγούδι) είτε η μουσική που ακούγεται είναι ένα κράμα από τα παραδοσιακά τραγούδια κάθε περιοχής και του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού της εποχής, με έμφαση στα τραγούδια της ξενιτιάς. Είναι εύλογο το επτανησιακό άκουσμα με τα δυτικότροπα στοιχεία να υποχωρήσει έναντι εκείνου που καθόριζε την «ελληνική» ταυτότητα στον αγγλοσαξωνικό κόσμο: Της λαϊκής, παραδοσιακής και ανατολίτικης μουσικής. Η επόμενη γενιά θα γνωρίσει αυτή τη μουσική από τα κασετόφωνα των γονέων της, αλλά δεν θα παρακολουθήσει την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής, πράγμα που δεν θα κάνει ούτε η προηγούμενη γενιά. Οι νέοι ομογενείς θα συμπεριλάβουν τα ακούσματα των πατέρων τους στον κύκλο των συνηθειών που θα αμφισβητήσουν και θα αρνηθούν. Τα μουσικά ακούσματα των καλοκαιρινών πανηγυριών άλλωστε, σε συνδυασμό με τις περιοδείες σύγχρονων Ελλήνων λαϊκών καλλιτεχνών στην ομογένεια, δίνουν στους ομογενείς την εντύπωση ότι η ελληνική μουσική είναι το «λαϊκο-ποπ» είδος που κυριαρχεί στα νυχτερινά κέντρα, το οποίο μπορεί να τους διασκεδάζει, αλλά δεν τρέφουν γι’ αυτό καμία εκτίμηση.

5. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε μια ακόμη παράμετρο που επηρεάζει τη διατήρηση και αναπαραγωγή πολιτισμικών στοιχείων της τοπικής λαϊκής κουλτούρας στη χώρα υποδοχής: Κι αυτό έχει να κάνει με την κοινωνική κινητικότητα που επέρχεται μέσω της εκπαίδευσης. Εάν οι μετανάστες πρώτης γενιάς εργάστηκαν σε εστιατόρια, βυρσοδεψεία, οικοδομές και εργοστάσια, επεδίωξαν τα παιδιά τους να αποκτήσουν καλές σπουδές ώστε να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους σ’ αυτά τα επαγγέλματα. Αυτό εξασφάλισε στα παιδιά ανοδική κοινωνική κινητικότητα: η φοίτηση στο πανεπιστήμιο λειτουργεί αφομοιωτικά για τους νέους. Όσο αυξανόμενη είναι η κοινωνική κινητικότητα, και ιδίως η διαγενεακή, τόσο πιθανότερο είναι το άτομο να «έλκεται» λιγότερο από τη λαϊκή κουλτούρα της χώρας προέλευσης. Αυτό εκδηλώνεται συχνά ακόμη και γεωγραφικά. Έλληνες που γίνονται γιατροί, δικηγόροι συχνά μετακομίζουν από τις ελληνικές συνοικίες, όπου υπάρχουν αυτές, προς «καλύτερες» περιοχές. Η κοινωνική θέση του γιατρού, του ασφαλιστή, του δικηγόρου, αρχίζει να υπερισχύει εκείνης του «γιου / κόρης μετανάστη», και αντίστοιχα μεταβάλλονται και οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας των ανθρώπων. Αυτό συνδέεται και με την επιδίωξη των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς να διακριθούν όχι εντός της ίδιας της κοινότητας (δηλαδή στα τοπικά σωματεία ή ομοσπονδίες) αλλά σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.

 Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα δελτία τύπου που διαβάζουμε από τα κεφαλονίτικα σωματεία του εξωτερικού αναφέρονται συνήθως είτε σε παραδοσιακές γιορτές (απόκριες, μπουρμπουρέλια) στις οποίες πρωτοστατούν ηλικιωμένοι κυρίως μετανάστες πρώτης γενιάς με τα εγγονάκια τους, είτε σε επιτυχίες νέων Κεφαλονιτών και θιακών που διακρίνονται σε κάποια επιστήμη ή κατακτούν κάποιο πολιτικό αξίωμα στη χώρα. Κι αυτοί ήταν κάποτε παιδάκια ή εγγονάκια που συμμετείχαν στους χορούς των συλλόγων…

Η γενιά του “brain drain”. Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα να γίνεται και πάλι χώρα προέλευσης, χωρίς να έχει σταματήσει να είναι και χώρα υποδοχής. Η οικονομική κρίση οδηγεί πολλούς Έλληνες πολίτες με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα στην αναζήτηση εργασίας σε χώρες του εξωτερικού. Οι  Κεφαλονίτες και οι Θιακοί δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Οι χώρες υποδοχής είναι πλέον η Βόρεια Ευρώπη (κυρίως η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες), το Ηνωμένο Βασίλειο (όπου θα πρέπει να παρακολουθήσουμε τις συνέπειες της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα αυτό), και σε μικρότερο βαθμό οι εύπορες χώρες της Αραβικής χερσονήσου (με την κρίση στο Κατάρ σε εξέλιξη) αλλά και η Ρωσία. Εδώ η κοινωνική κινητικότητα λόγω της εκπαίδευσης δεν έχει συντελεστεί, καθώς έχει ακυρωθεί πρακτικά από την ανεργία, οπότε επιδιώκεται με τη μετανάστευση. Στο επίπεδο της λαϊκής κουλτούρας, η παγκοσμιοποίηση της τελευταίας καθιστά πιο εύκολη την προσαρμογή των Ελλήνων στις νέες κοινωνικές συνθήκες, και την ενσωμάτωσή τους στις χώρες υποδοχής. Είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα, αλλά μπορούμε να διατυπώσουμε κάποια προκαταρκτικά ερωτήματα:
Θα οργανωθούν οι νέοι μετανάστες σε νέες ή θα ενταχθούν σε υφιστάμενες συλλογικότητες – κυψέλες διατήρησης της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας;
Αν η εγκατάσταση των νέων επιστημόνων γίνει μόνιμη, μήπως η δεύτερη γενιά θα είναι περισσότερο αποξενωμένη από την ελληνική λαϊκή κουλτούρα;


Γλωσσικά παραδείγματα

Επειδή το γλωσσικό όργανο είναι ίσως, μαζί με το θρησκευτικό συναίσθημα, το ισχυρότερο στοιχείο λαϊκής κουλτούρας που διατηρείται ή/και αναπαράγεται στις κοινότητες των Ελλήνων θα επιχειρήσουμε, αναφέροντας μερικά παραδείγματα από το λεξιλόγιο των Κεφαλονιτών των ΗΠΑ, να διερευνήσουμε τις «κρυφές» λειτουργίες της ενσωμάτωσης στη χώρα υποδοχής και τις αντίστοιχες «υποσυνείδητες» λειτουργίες «υπεράσπισης» των παραδόσεων της χώρας προέλευσης.

Α. Αντικείμενα οικιακής χρήσης

Στο λεξιλόγιο των κεφαλονιτών διατηρούνται λέξεις που αντιστοιχούν σε αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στην Ελλάδα, ενώ «ελληνοποιούνται» λέξεις που αντιστοιχούν σε συσκευές που δεν γνώριζαν καν ή δεν ήταν διαδεδομένες στην Ελλάδα:

Παραδείγματα «διατήρησης»:  Η καθίκλα (η καρέκλα), το κομό (η συρταριέρα), το κατζέλο (το ντουλαπάκι), το ράδιο (το ραδιόφωνο, το κασετόφωνο, το cd-player), ο δίσκος (δίσκος 33 στροφών), το γραμμόφωνο (το πικ-απ), το τελέφωνο.

Παραδείγματα «ελληνοποίησης»: Το μεσίνι (washing machine, πλυντήριο), η φρίζα (freezer, καταψύκτης), το καμπιούρε (computer), το τελεβίζιο (η τηλεόραση), το τέιπ (η κασέτα), η στόφα (ο φούρνος), το αρκοντίσιο (air-condition). Επίσης το σάουερ (shower),  η φένα (fan, ο ανεμιστήρας). Καμιά φορά έχουμε και συνδυασμό ελληνικής και αγγλικής (μπέιμπι λάδι, αντί baby oil).

Β. Οχήματα. Διατηρούνται λέξεις που ήταν γνωστές στους μετανάστες από την Ελλάδα: καράβι, βαπόρι, παπόρο, αεροπλάνο (ή αερόπλανο), τραίνο, μοτοσακό, ταξί. «Ελληνοποιούνται» λέξεις όπως κάρο (αυτοκίνητο, στα νησιά λεγόταν κυρίως κούρσα), «άμπουλα» (ambulance, ασθενοφόρο), τρόκι (φορτηγό, βανάκι). Η άγνωστη στους Κεφαλονίτες «Λεωφόρος» είναι πάντα «άβενιου» (Avenue), ή χάγουι (highway), ενώ η γέφυρα είναι πάντα «γέφυρα».

Γ. Έγγραφα, συνήθειες, τόποι και θεσμοί που ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα «ελληνοποιούνται»: «τα μπίλια» (bills, οι λογαριασμοί), τα τάξια (taxes, οι φόροι), το τικέτο (ticket, εννοούν το πρόστιμο, ενώ για το εισιτήριο χρησιμοποιούν τον όρο εισιτήριο), το βικέσιο (vacation, η άδεια), το πόρι (party), το γκρατζουέσιο (graduation, αποφοίτηση), η ψυχόλοτζι (η ψυχολογία), η μαρκέτα (super market, είδος που σπάνιζε στην ελληνική επαρχία, ενώ το χασάπικο παραμένει χασάπικο κι ας διάβηκε τον Ατλαντικό), η κασιέρα (cashier, η ταμίας).Τα «μπιλοζίρια» (Below zero, χαμηλές θερμοκρασίες) ήταν ασυνήθιστες στην Ελλάδα, ενώ το καλοκαίρι κάνει «ζέστα» ή «κάψα» τόσο στην Κεφαλονιά όσο και στην Αμερική. Ο Ντόναλντ Τραμπ «έτρεξε» για Πρόεδρος (ran for President), πράγμα που δεν υφίστατο στην Ελλάδα, όπου ο βασιλιάς δεν χρειαζόταν να «τρέξει» καθόλου. Και παρότι στις ελληνικές ταινίες του ’60 ο αστυνόμος ονομαζόταν «πόλισμαν», οι περισσότεροι Κεφαλονίτες λένε «ο αστενόμος», «ο χωροφύλακας». Το θέατρο και ο «κινηματόγραφος» παραμένουν ίδια στη γλώσσα των μεταναστών. Ήταν γνωστά στον τόπο τους, είναι πολύ κοντινά αλλά και αρκετά μακρινά στη νέα τους πατρίδα, όπου δουλεύουν ατέλειωτες ώρες και δυσκολεύονται να καταλάβουν τη νέα γλώσσα.

Δ. Τρόφιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ό,τι αφορά τη διατροφή, οι Κεφαλονίτισσες της διασποράς, συχνά απομονωμένες στην κουζίνα του σπιτιού ή στην κουζίνα του μαγαζιού τους, όχι μόνο συνεχίζουν να μαγειρεύουν τα τοπικά φαγητά αλλά εξακολουθούν να ονομάζουν τόσο τα φαγητά όσο και τα υλικά τους με κεφαλονίτικο τρόπο: πίτα, μπακαλαόπιτα, πατσάς, παστίτσιο, μπελτές (γλυκό κυδώνι), μερμελάδα, κάβολε (κουνουπίδι), αλιάδα (σκορδαλιά), παραγιομιστά (γεμιστά), τουρλού τουρλού (ιμάμ μπαϊλντί), ριγανάδα, βλήτρα. Η κουζίνα είναι το ανθεκτικότερο, μετά τη θρησκεία, στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας. Θεμελιώδης «σύνδεσμος» της οικογένειας, το σπιτικό φαγητό ή/και το κυριακάτικο τραπέζι είναι ίσως το ισχυρότερο «όπλο» της επτανησιακής κουλτούρας στο θαυμαστό καινούριο κόσμο.

 Ελληνοποιούνται αγγλικές λέξεις σε περιπτώσεις κυρίως φαγητών που παρασκευάζονται στα εστιατόρια όπου δουλεύουν οι Κεφαλονίτες. Ας μην ξεχνάμε ότι το «ρέστορα» (restaurant) είναι η βασική οικονομική μονάδα ενσωμάτωσης του κεφαλονίτικου (και όχι μόνο) στοιχείου στη Δύση. Η χέμπουργκα (hamburger), το χέμι (ham, σαλάμι), η σλάισα (η φέτα, π.χ. φέτα ζαμπόν), η σέντουιτσα (sandwitch), το κέκι (cake, το γλυκό, εννοώντας την τούρτα, ενώ για τα παραδοσιακά γλυκά χρησιμοποιείται η ελληνική λέξη), το στέκι (steak, μπριζόλα), η σόδα (soda, αναψυκτικά αεριούχα), το άριν τζους (συσκευασμένος χυμός πορτοκαλιού, ενώ το στυμμένο πορτοκάλι ονομάζεται πορτογαλάδα, όπως στο νησί), το άπο τζους (apple juice, χυμός μήλου). Από τα εστιατόρια προέρχονται και τα ελληνοποιημένα «λοντς» (lunch), breakfast και dinner.

Όλες οι γνωστές τους έννοιες, αλλά και επιρρήματα, αντωνυμίες, και άλλα συνθετικά στοιχεία των προτάσεων, διατυπώνονται σε απόλυτη συμφωνία με το κεφαλονίτικο ιδίωμα: Τηράω αντί κοιτώ, εφτείνος/εφκείνος φτου (αυτός εκεί), σέστο αντί συνήθεια, κουρλασιά αντί τρελή, ζόρκος αντί γυμνός, εκείθενε αντί από κει, έδεπα, αντί εδώ, επήα αντί πήγα, διαομάω αντί αναζητώ, δικό τση (αντί δικό της), τσου έλεα (αντί τους έλεγα). Απουκατώστρατα (στον κάτω δρόμο), βεραμέντε (αντί στ’ αλήθεια), το κούκαλο (κόκαλο), ριπίζεται (χύνεται). Τα παιδιά πάντα θα «φαρομανάνε» (θα κάνουνε φασαρία παίζοντας), η κουτσομπόλα ποτέ δεν θα κάνει gossip αλλά πάντα «κορκοσουριό»
.
Και, ασφαλώς, αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι οι εξαιρετικά πρωτότυπες κεφαλονίτικες βλαστήμιες, οι οποίες μάλλον θα ήταν δύσκολο να μεταφραστούν και από τις επόμενες γενιές μεταναστών (του τύπου «να ‘μπει ο διάολος μέσα σου και να κατασκηνώσει / και να σαρταίνει (=πηδάει)»). Όλα αυτά, ανακατεμένα με αγγλικές λέξεις, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον γλωσσικό περιβάλλον.

Δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως η πρώτη γενιά των μεταναστών είναι και η τελευταία που θα μιλάει την κεφαλονίτικη διάλεκτο, μια και εμείς στην Κεφαλονιά μοιάζουμε να την έχουμε ξεχάσει, τόσο φωνολογικά (με την τραγουδιστή εκφορά του λόγου και την ιταλίζουσα προφορά του «λι» και του «νι» (gli – gni). Εμάς, μας την πήρε η τηλεόραση και η ανάγκη μας να ενσωματωθούμε ως εσωτερικοί μετανάστες, στην Αθήνα, την Πάτρα, αλλά και στο ίδιο μας το νησί, όταν καταστράφηκε. Εκείνοι, την κράτησαν, τελευταίο «φυλαχτό» από την πατρίδα. Από τον τόπο που κατοικεί, όπως οι ίδιοι οι μετανάστες ομολογούν, πάντα στα όνειρά τους.

Ηλίας Τουμασάτος

Ανακοίνωση στο 16ο Επιστημονικό Συμπόσιο του Ιδρύματος Κεφαλονιάς Ιθάκης - Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με θέμα 'Το Δημογραφικό και μεταναστευτικό ζήτημα: οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές", Αργοστόλι, Δημοτικό Θέατρο "Ο Κέφαλος", 8 και 9 Ιουλίου 2017.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα