Χριστούγεννα στο φως του λύχνου



«Ελάτε, τώρα, να πέσετε, οχτώ η ώρα πήγε. Δεν μπορούμε να καίμε τσι λάμπες όλη νύχτα. Εσώθηκε το πετρέλαιο».
«Άσε μας μάνα να κάτσομε λίγο, ίσα να ’ρτει ο πατέρας!». Συνήθως ο μεγαλύτερος αναλαμβάνει την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Αλλά ο Λευτέρης έχει γλαρώσει δίπλα στη γωνιά που καίνε τα ξύλα. Φαρομανούσε όλο το απόγευμα στην αυλή να παίζει με το σκύλο.
Έτσι το λόγο πήρε το στερνοπούλι, η Αντζουλέτα, που μπορεί να ήτανε κοντουλή, αλλά όταν την έπιανε το γλυκύ της έβγαζε μια γλωσσάρα ίσαμε τον Άγιο (βοήθειά μας).
«Αντζουλέτα, δεν είπαμε να μην είσαι όλη την ώρα το πνεύμα τση αντιλογίας; Δεν ξέρουμε άμα θα προκάμει απόψε ο πατέρας. Εψές πρώτα ο Θεός ήτανε να ξεμπαρκάρει στον Πειραιά. Ποιος ηξέρει αν έφτασε στην ώρα του, τί ώρα θα φτάσει στο Αργοστόλι, άμα θαν εύρει αμάξι να τονε φέρει στη διασταύρωση… Και δε βλέπεις και τον καιρό!».
«Κι αν έρτει και κοιμόμαστε εσύ θα φταις». Η Αντζουλέτα δεν έχασε την ψυχή της.
«Μάνα, σκιάζομαι τ’ αστραπόβροντα», είπα να μιλήσω κι εγώ.
«Να πάς τότε αποκάτου από τσι κουβέρτες, Γερασιμάκη, γιατί αύριο πρωί πρωί ο παπάς θα σημάνει τον όρθρο, και να μη μιλείς.»
«Και τί θα κάμεις εσύ μάνα;»
«Έχω τσι δουλειές μου κι εγώ. Θα τονε καρτεράω. Ίσαμε να βράσει ο κόκορος θαν έρτει πιστεύω. Αλλιώς θα κάτσω με το λύχνο να τονε περιμένω.»
«Μάνα, θα κοινωνήσουμε αύριο;» είπε ο Λευτέρης.
«Πάντα κοινωνάμε τα Χριστούγεννα. Δεν πιστεύω μωρέ να χάλασες τη νηστεία, κακό στον Τούρκο σου;»
«Ω, μωρέ μάνα, με πείναε κι έφαα ένα μπουκούνι από κειο το ρεβανί που έφκιασες».
«Δεν είπαμε μωρέ πως θα το κόψομε αύριο μαζί με τον πατέρα;»
«Έφαα κι ένα μελομακάρουνο! Ωραία τά φκιασες και φέτο μάνα».
«Με κογιονάρεις μωρέ κατεργάρη. Άκου να σου πω. Θα πας να κοινωνήσεις και… κουβέντα του παπά!»
«Έφαα κι’ έναν κουραμπιέ που μώδωκε η θεια Γιούλια το πρωί που τσ’ είπαμε τα κάλαντα».
«Είπαμε, θα κοινωνήσεις να κάμεις χρυσό δόντι και μιλιά του παπά! Και το βράδυ που θα κάμεις την προσευχή σου, θα πεις «Παναγία μου, που σήμερα εγέννησες το παιδάκι σου, τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, βόχτα με κι εμένανε που αμάρτησα και κοινώνησα φαωμένος».
Εμένα γουργούριζε η κοιλιά μου. Την κράταγα τη νηστεία. Και μ’ είχε πιάσει και το παράπονο.
«Μάνα, γιατί τον έσφαξες το Ριγκολέτο; Ποιος θα λαλεί να μας ξυπνάει να πάμε σκολειό;»
«Και τί θα ετρώαμε χριστουγεννιάτικα ορέ Γερασιμάκη; Τη Γενοβέφα; Και πού θαν εύρουμε το γάλα που θα πίνετε ζωή να ‘χετε; Είπε η νόνα σου πως θα μας φέρει άλλονε κόκορο γιατί έχει δύο εκείνη και την έχουνε κουρλάνει όλη μέρα να λαλούνε.»
«Μου πονεί για δαύτονε μάνα».
«Αύριο που θα ρουφάς τη σούπα με το ρύζι και το κοκορόζουμο δεν θα σου πονεί! Άντε τωρα να πάτε στο κρεβάτι σας, έβαλα το μαγκάλι στην κάμαρά σας και έχει ζεστάνει. Πηαίνετε, ναν το βγάλω όξου».
«Μάνα, μην έβγεις όξου, θα σε πάρουνε οι καλικαντζάροι», είπα εγώ με τρόμο.
«Να πας εσύ ωρέ ναν το βγάλεις, να σε πάρουνε και να σε σηκώσουνε, που επέταξες το τόπι μες στον κήπο του μπάρμπα Γιάννη και έβαλε τσι σκουξιές και μας το ξέσκλισε με το μαχαίρι», μου είπε η γλωσσού η Αντζουλέτα, κι εγώ το βούλωσα.
«Μη σας γνοιάζει. Θα λιβανίσω να μην έμπουνε μέσα», είπε η μάνα και πήρε το λιβανιστήρι. Κάθε βράδυ λιβάνιζε. «Και δεν σας είπα πως θα σας φκιάσω καινούριο τόπι; Εμείνανε κάτι τρέσες από τσι κουρελούδες που έφκιασα στον αργαλειό.».
«Μάνα, άμα δε λιβανίζει ο μπαρμπα Γιάννης λες νά ‘μπουνε μέσα οι καλικαντζάροι ναν τονε πάρουνε και να μας αφήκει ήσυχους;» είπε πάλι η γλωσσού.
«Όχι μάνα, όχι», είπα εγώ ο ψυχοπονιάρης. «Άνθρωπος είναι κι ευκειός. Και μαγκούφης. Μάνα, ναν του πας κι εκεινού ένα πιάτο σούπα με λίγον κόκορο να φάει, ποιος ξέρει αν έχει…»
«Σιγά που θα του πάμε και κοκορόζουμο, που όλη μέρα μας βρίζει και μας βλαστημάει τον Άη Ονούφρη», είπε ο Λευτεράκης.
«Έλα, πάψετε τώρα την πολυλογία, θα σβήσω τη λάμπα και θα σκοντάβετε για να πάτε στο κρεβάτι σας…»
«Μάνα, ωραία εστόλισες με τσι μυρτσίνες το σπίτι», είπα εγώ για να κερδίσω λίγο χρόνο. «Κι εκειά τα φαναράκια με τσι φλούδες του πορτοκαλιού, ωραία είναι μάνα».
«Ναι, αύριο θαν τ’ ανάψομε που θα ‘ναι κι ο πατέρας.  Ευρήκατε τα πουγγιά σας;»
«Ναι μάνα, ναι» Πρώτη πρώτη τά ‘χε βρει η Αντζουλέτα. «Τήρα το δικό μου, έχω κεντήσει απάνου του με τα χεράκια μου ένα αγγελούδι. Όποιος έρτει σπίτι σ’ εμένανε θα ρίξει πρώτα τη δεκάρα».
«Ναι, όπως επέρισι, μωρή, που επήες κι άνοιξες τρούπες στα δικά μας τα πουγγιά κι επέσανε όλες οι δεκάρες κάτου, κι ύστερα τη νύχτα που εκοιμόμαστε επήες και τσι έμασες όλες, συφεροντολόγα!» είπε ο Λευτέρης.
«Τον κακό σου το φλάρο, όλο ψευτιές λες και συκοφαντίες. Δικά μου ήτανε όλα».
«Αμαρτία να βρίζετε τούτες τσι άγιες μέρες. Είπαμε, γλήγορα στο κρεβάτι σας». Η μάνα προσπαθούσε να μας φέρει σε λογαριασμό…
«Έλα μωρέ Λευτέρη, είναι κοπέλα και πρέπει ναν τση κάμωμε την προίκα της» είπα εγώ.
«Ναι, μάνα», είπε η συφεροντολόγα, «κι εσύ επήες κι έστρωσες τα πετσετάκια και το καλό τραπεζομάντηλο, που μού ‘πες πως τόμου παντρευτώ θα μου τα δώκεις».
«Σιγά, Αντζουλέτα μου, μια φορά είναι το χρόνο τα Χριστούγεννα. Τι θα πάθουνε; Θα σου τα δώκω. Κι εμέ μου τά ‘δωκε η νόνα σου. Κι εκεινής η μάνα τση. Δέκα χρονώνε είσαι ακόμα, αργεί η ώρα που θα παντρευτείς».
«Μα θα μου τα χαλάσουνε μάνα. Επέρισι ο Γερασιμάκης ερίπισε το κρασί του πατέρα απάνου στο τραπεζομάντηλό μου, κι έφαες τα χέρια σου ίσα να φύγει ο λεκές».
«Μα, Αντζουλέτα μου, είπε πως είναι γούρι ο πατέρας», έσπευσα να δικαιολογηθώ.
«Γούρι ξεγούρι, δικό μου είναι. Μάνα θα μου δώκεις κι εκειό το ρολόι που φοράς κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησιά, όταν θα πεθάνεις;» - αυτό το κορίτσι είναι αχόρταγο. Όλο το σπίτι θα σηκώσει.
«Αντζουλέτα μου, από να περιμένεις να πεθάνω καλύτερα να σου το δώκω από τώρα. Ελάτε, μωρές παιδιά μου». Η μάνα έσβησε τη λάμπα του πετρελαίου κι άναψε το λύχνο. Το κουρασμένο πρόσωπό της, φωτίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκα, παλαβιάρη με λένε τ’ αδέλφια μου, και την είπα την κουβέντα.
«Μάνα, στο φως του λύχνου μοιάζεις στην εικόνα τση Παναγίας».
«Ω, μωρέ Γερασιμάκη, όλο παλαβομάρες είσαι», μού ‘πε η μάνα και με φίλησε στο κούτελο. Κι έπειτα, με τη σειρά, την Αντζουλέτα και το Λευτέρη, που όλο κόγξες έκανε κι έλεγε στη μάνα «Δε θέλω εγώ φιλιά και μπεμπίστικα, είμαι μεγάλος!».
«Μάνα, δεν πέφτεις κι εσύ; Τί θα κάμεις μονάχη σου με το λύχνο» είπε ο «μεγάλος».
«Θα κεντήσω λίγο Λευτέρη μου, θα καρτεράω να βράσει ο κόκορος, ε, όσο κρατάει η φωτιά θα κάτσω, μήπως έρτει ο πατέρας σας. Μπορεί και να ‘ναι κουρασμένος, και να κρυώνει, ε. να πιει και λίγο κοκορόζουμο να συνέρτει».
«Θα με ξυπνήσεις μάνα όταν έρτει;» είπε η Αντζουλέτα, που ο πατέρας μου φαίνεται πως την αγάπαγε πιο πολύ απ’ όλους μας…
«Κοιμήσου εσύ και βλέπουμε».
«Μάνα…»
«Τι θέλεις πάλι ορέ Γερασιμάκη, όλο μάνα και μάνα…»
«Στο σκολειό μάνα, μας διάβασε η δασκάλα μια ιστορία. Και λέει πως σε άλλα μέρη, οι ανθρώποι τα Χριστούγεννα στολίζουνε ένα κυπαρίσσι με μπιχλιμπίδια και βάνουνε και μικρά φωτάκια που αναβοσβήνουνε. Αλήθεια είναι ή παραμύθι αυτό;».
«Μην τ’ ακούς αυτά παιδάκι μου. Ιστορίες είναι του Αισώπου».
«Ωραία θα ‘τανε μάνα, να ήτανε αλήθεια»…
«Έλα μωρέ, όλο παραμύθια πας και διαβάζεις», είπε ο Λευτέρης… «Έβγα όξου τη νύχτα όταν έχει ξαστεριά και θα δεις… Τί να το κάμεις το δέντρο με τα φωτάκια με τόσα αστέρια εκεί απάνου;».
«Μ’ απόψε βρέχει, μωρέ Λευτέρη. Και σκιάζομαι να ΄βγω όξου. Και με κρυώνει.»
«Γι’ αυτό, γρήγορα στο κρεβάτι σας. Και να βάλετε τα σοσόνια σας να μην ξυλιάσουνε τα ποδάρια σας. Και μην πάει και δώκετε καμιά κλωτσιά τση θερμοφόρας και ριπιστεί το νερό». Όσα και ν’ αντέχει μια μάνα, ε, κάποια στιγμή κουράζεται να μην την ακούνε.
«Μάνα, επροχτές ο Γερασιμάκης την εκλώτσησε. Όλο στριφογυρνάει στον ύπνο του και δε μας αφήνει να κοιμηθούμε». Εκτός από γλωσσού, η Αντζουλέτα ήτανε και καρφί.
«Πάψε μωρή ψεύτρα» θύμωσα κι εγώ και πήγα να της τραβήξω την κοτσίδα, αλλά η μάνα με τη φωνή της έδωσε τέλος στο θερμό επεισόδιο.
«Με κάνετε και φωνάζω χρονιάρες μέρες… Ευκειά θα κάνετε του πατέρα σας ναν τονε στενοχωράτε;»
«Όχι μάνα…» είπε ο Λευτέρης. «Φρόνιμοι θα ‘μαστε. Έλα, Γερασιμάκη, πάμε…»
«Αύριο θα φέρει κι η νόνα το χριστόψωμο», είπε η μάνα. «Μη μάθει πως όλο φαρομανάτε και δεν ακούτε τη μάνα σας γιατί μπουκιά δε θα φάτε».
Κι οι τρεις, τραβήξαμε  χωρίς άλλη κουβέντα για την κάμαρά μας… Η μάνα έκατσε πλάι στο λύχνο, πήρε τα βελόνια της και το αρχινισμένο πετσετάκι και ξεκίνησε τη δουλειά της. Έμοιαζε με την Πηνελόπη του Οδυσσέα, που το κέντημά της δεν τέλειωνε ποτέ. Όχι γιατί το ξήλωνε όπως έκανε η βασίλισσα της Ιθάκης, αλλά επειδή δεν προλάβαινε να το τελειώσει, αφού παράδερνε όλη μέρα με τόσες δουλειές. Ν’ αρμέξει, να πλύνει με την αλισίβα, να ψήσει ψωμί, να καθαρίσει, ν’ ανάψει τη φωτιά, να μάσει ελιές, να νεροβγάλει, να μαγειρέψει. Ευτυχώς βοηθούσανε και τα μικρά. Τί να κάμουνε κι αυτά τα μικρά; Μαζεύανε κανένα ξυλαράκι για τη φωτιά, ταΐζανε τις κότες, το σκύλο και τη Γενοβέφα, κάνανε και κανένα θέλημα της νόνας. Ο Λευτέρης δεν τά ‘παιρνε τα γράμματα και περίμενε πώς και πώς την ώρα να βγάλει το φυλλάδιο και να ταξιδέψει με τον πατέρα του σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Την Αντζουλέτα δεν τη φοβότανε, εκείνη στο νου της είχε μόνο να παντρευτεί... Εμένανε είχε πιο πολύ έγνοια. Την κρυφάκουσα ένα βράδυ στην προσευχή της να λέει ψιθυριστά:
«Βόηθησέ τονε Παναγία μου και ευκειόνε το Γερασιμάκη μου. Άρρωστο είναι από μωρό, και δεν ξέρω τί να κάμω… Είναι καλός ο Γερασιμάκης, κάθε Κυριακή τον έχω στην εκκλησιά, κρατάει και την τόρτσα και το ξαπτέρυγο και λέει και το «Πατερ Ημών». Δεν έχει κακιά ψυχή το ψημένο, κάμε κι εσύ ό,τι μπορείς, μάνα είσαι…»
Κι έτσι κι εγώ κάθε βράδυ πάω για ύπνο ήσυχος, γιατί σίγουρα η Παναγία θα την έχει ακούσει τη μάνα μου και θα με φυλάει πάνω από το κρεβάτι μου. Ντάξει, έχει τόσα παιδιά να φυλάει, έχει και το δικό της. Αλλά όλα τα προλαβαίνει η Παναγίτσα. Όπως και η μάνα μου. Μα απόψε δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Θα καρτερώ μήπως μέσα στη νύχτα ανοίξει η πόρτα, κι ακούσω τον πατέρα και τη μάνα μου να μιλάνε σιγανά, να μη μας ξυπνήσουνε. Και τις καρέκλες της κουζίνας να τρίζουνε, και μερικά κουταλοπήρουνα  να τραγουδάνε πάνω στα πιάτα. Κι ύστερα ο πατέρας θα μπει με το λύχνο στην κάμαρά μας, σιγά σιγά, να μη μας ξυπνήσει… Θα βάλει πλάι στο μαξιλάρι μας, σαν τον Άη Βασίλη, το δώρο μας. Μια σβούρα, μια σφυρίχτρα, ένα καθρεφτάκι.  Θα μας σκεπάσει και τους τρεις καλά. Και θα μας δώσει ένα φιλί.
Κι εγώ, θα κάνω ότι κοιμάμαι. Θα κλείσω σφιχτά τα μάτια μου για μην καταλάβει κανείς πως είμαι ξύπνιος την ώρα που θα παίρνω το καλύτερο δώρο του κόσμου.
Το φιλί του πατέρα μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ", Χριστούγεννα 2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει [κουβεντιάζοντας μ' ένα τραγούδι]

"Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" του Βασίλη Γεωργιάδη και ο Μαρίνος Αντύπας

Τα σχολικά βιβλία χθες και σήμερα